Όταν νευριάζω, δεν θέλω να σε τρομάζω. | When I get nervous I don't mean to frighten you! |
Ας πρόσεχα λίγο στα καλλιτεχνικά του νηπιαγωγείου αντί να χασομερώ φτιάχνοντας χάρτινα τσουτσούνια για να τρομάζω τη Σάρα Γουόλις. | Hopeless. If only I'd paid attention in nursery art class instead of spending my entire time manufacturing papier maché Willies to frighten Sarah Wallis. |
Οι θείες, ναι, μ' αρέσει να τις τρομάζω. | The aunts, yes, I like to frighten them. |
Οχι για να τρομάζω νεαρές κυρίες, αλλά για να αναπνέω μέσα στο νερό. | No, not to frighten young ladies. To breathe under water. |
Συνήθιζα να κρύβομαι στις ντουλάπες και στις βαλίτσες για να τρομάζω τον κόσμο. | I used to hide in closets and suitcases to frighten people. |
"Τι θα βγάλεις με το να τρομάζεις, τι θα βγάλεις απ' αυτό;" | "What will you get by frightening. what will you get out of it." |
'Ερχεσαι εδώ σαν φάντασμα και τρομάζεις την κοπέλα και το παιδί. | You come around here like a specter, and frighten the girl and the child. |
- Όχι, δεν πρέπει να τρομάζεις. | - No, you mustn't be frightened. |
- Για όνομα του Θεού, Μαίρη μην με τρομάζεις. | For God's sake, Mary, don't frighten me. |
- Δεν θα έπρεπε να τρομάζεις τον εαυτό σου έτσι συνέχεια. | - You mustn't frighten yourself like this all the time. |
'Η άπόσταση τού χθές, άπό τό αύριο, καί μέ τρομάζει. | Distance of yesterday and a morrow. And it frightens me. |
'Ολους μας τρομάζει. | It frightens us all. |
'ρχοντα μου. με τρομάζει αυτό. | My Lord, this frightens me. |
- ...με τρομάζει αυτό. | It frightens me. |
- Όλους τους τρομάζει. | - It frightens everybody. He should get a pass? |
- Δεν τρομάζουμε. | We're not frightened. |
Δεν τρομάζουμε εύκολα. | We're not easily frightened. |
Δεν χρειάζεται να τρομάζουμε μ' αυτό τη θεία ατσαλοθραύστρια τώρα. | It's not something you need to frighten aunt Steelbreaker with now. |
Μερικές φορές τρομάζουμε... | Honey, really, sometimes we get frightened... |
- Θεέ... Θεέ μου,μη τρομάζετε. | My goodness, don't get frightened. |
- Με τρομάζετε όταν μιλάτε έτσι. | You frighten me when you talk like that. |
- Με τρομάζετε. | - You frightened me. |
- Την τρομάζετε. | -You frighten her. |
Δεν πρέπει να τρομάζετε μια κυρία. | You shouldn't try to frighten a lady. |
'νθρωποι όπως εσείς τους τρομάζουν. | A man like you frightens them. |
- Ένα παραμύθι για να τρομάζουν τα παιδιά. | - A tale told to frighten children. |
- Όχι, άρχοντά μου, είναι απλά θηρία. Μπορούν να αρθούν από τις θέσεις τους ώστε να μην τρομάζουν τα πνεύματα της γης. | They can be lifted from their posts, so not to frighten the spirits of the land. |
- Εάν οι απαντήσεις μου σε τρομάζουν, τότε θα έπρεπε να σταματήσεις να κάνεις τρομακτικές ερωτήσεις. | - If my answers frighten you, then you should cease asking scary questions. |
-Φαφλατάδες... που τρομάζουν τις κοπέλες. | -Just big-mouthed louts who enjoy frightening girls. |
"Ελπίζω να μη σε τρόμαξα." | "I say, I hope I haven't frightened you. " |
"Και παραδέχομαι ότι τρόμαξα λίγο." | "And I admit it frightened me a little. |
"Κοίτα, τρόμαξα τη Μπέρντι και της πέρασε ο λόξυγγας." | "Look, I've frightened Birdie out of her hiccups. " |
- Όχι, δεν τρόμαξα. | - No, I'm not frightened. |
- Όχι, επειδή τον τρόμαξα. | No, because I frightened him. |
- "Δεν τρόμαξες"; - "Δεν είχα χρόνο να τρομάξω, κύριε". | - I didn't have time to be frightened, sir. |
- Με τρόμαξες. | - Oh, you frightened me. |
"Και νομίζω ότι ήξερε τα πάντα, και αυτό την τρόμαξε." | "And I think she knew everything, and that frightened her. " |
- Ίσως κάποιος ληστής να την τρόμαξε. | Some prowler may have frightened her. |
- Αυτό με τρόμαξε. | - That frightened me. |
- Κάτι τον τρόμαξε. | Something or someone really frightened him. |
- Και σε τρόμαξε; | And it frightened you? |
-Μπερτ, τρομάξαμε πολύ! | Oh, Bert, we´re so frightened. |
Ίσως και να τον τρομάξαμε. | Perhaps we even frightened him. |
Ελπίζω να μη σε τρομάξαμε. | I hope we didn't frightened you. |
Μπορεί να το τρομάξαμε. | We must've frightened it. |
Πιστεύουμε ότι το τρομάξαμε, γι' αυτό κρύβεται. | We may have frightened it into hiding. |
- Αντιδήμαρχε! Με τρομάξατε! | Deputy, you frightened me. |
- Θεούλη μου, με τρομάξατε! | How you frightened me. - I'm sorry. |
- Με τρομάξατε κύριε Λουρέντσο. | - You frightened me Mr. Lourenço. |
- Ναι, κι εσείς την τρομάξατε. | Yes, and you, you frightened her away. |
- Πάτερ, με τρομάξατε. | - Oh, Father, you frightened me. |
Ακόμα κι οι φρουροί τρόμαξαν. | Even the guards were frightened. |
Αλλά προσπάθησε να μην πανικοβληθείς. Οι τσιρίδες με τρόμαξαν. | The screaming frightened me. |
Είδαν την ασχήμια της βίας ως λύση και τρόμαξαν. | They saw the ugliness of violence as a solution and it frightened them. |
Η κυρία Γκράις μού είπε πως τα χρέη της Λίλι απ' τα χαρτιά... τρόμαξαν τον Πέρσι. | Mrs Gryce told me that it was Lily's gambling debts... that frightened Percy. |
Κάναμε μπάνιο γυμνοί και πράγματα που τρόμαξαν τα ψάρια. | Then we went skinny dipping, and we did things that frightened the fish. |
Το μόνο που ξέραμε ήταν... πως η φανταστική φίλη της την τρόμαζε και την απειλούσε. | All we knew was that her imaginary friend was frightening her, threatening her. |
"Ενα κογιότε ουρλιάζει στο φεγγάρι, τρομάζοντας ευαίσθητα νεαρα αγόρια" | "A coyote howls at the moon, frightening sensitive young boys everywhere." |
Προσπάθησες να χωρίσεις τις γοργόνες τρομάζοντας την Λίλυ και να κλέψεις την παράσταση. | You tried to break up the Darlings by stage frightening Lily so you can rule the pool in a one-woman chorus line. Where's the top hat? |
Υπάρχει ο θαλάσσιος δηλητηριώδης βάτραχος, ο "Μπούφο μαρίνους" το ίδιο ζώο που χρησιμοποιούσε και η Λουκρητία Βοργία το οποίο κάνουν ακόμα πιο τοξικό τρομάζοντας το με ένα "θαλάσσιο σκουλήκι". | There is the poisonous sea toad, Bufo marinus the same animal Lucrezia Borgia used made even more toxic by frightening it with a stinging sea worm. |
- Είχες τρομάξει τόσο πολύ που κατέρρευσες και έπρεπε να φύγετε για πάντα από αυτό το σπίτι. | That time frightened you so badly it led to a breakdown and to them having to get you away from the house permanently. |
- Φοβάμαι. Έχω τρομάξει για τα καλά. | Doctor, I am frightened. |
`Οταν τους είδα, νόμισα στην αρχή ότι οι μανάδες τους είχαν τρομάξει από γορίλες αλλά τώρα νομίζω ότι τις έπιασαν. Νομίζω ότι αυτός με τις χάντρες είναι αδερφούλα. | I thought at first that bunch over there their mothers were frightened by gorillas but now I think they were caught. |
Έχει τρομάξει μακριά απ την πατρίδα. | He's frightened, far from home. |
Έχεις τρομάξει, καθίκι; | Are you frightened, punk? |