Οι δεσμοί που σχηματίζεις με κάποιον θα σε κάνουν να τα προσπεράσεις όλα, να αγνοήσεις τι έχουν γίνει. | The bonds you form with some will make you look past anything, ignore what they've become. |
Αν κοιτάξεις την καμπύλη στην επιφάνεια του φεγγαριού, η Ζώνη του Ωρίωνα σχηματίζει μία τέλεια οριζόντια εφαπτομένη γραμμή. | If you look at the curvature of the moon's surface, Orion's belt makes a perfect horizontal tangent line. |
Η ράχη του σχηματίζει "S" με τη μηχανή. | His spinal column makes a V with the bike. |
Το πυρίτιο που σχηματίζει αυτά τα γυαλιστερά κομμάτια του χαλαζία κατασκευάστηκε βαθιά μέσα σε ογκώδη άστρα και εκτινάχθηκε μέσα στο αέριο μεταξύ των άστρων. | The silicon that makes up these bits of quartz were manufactured inside massive stars and blasted into the gas between the stars. |
Ναι, πώς ο Νέλσον κι εγώ θα σχηματίζουμε (με τις ροές των ούρων) "Χ" στα "πυτζάμα πάρτυ"; | Yeah, how will Nelson and I make an X on sleepover nights? |
Ακριβώς όπως σωματίδια σαν τα κουάρκ και τα ηλεκτρόνια σχηματίζουν το άτομο, μικρότερα, πιο θεμελιώδη δομικά υλικά μπορεί να συνθέτουν το μποζόνιο Χιγκς. | Just as particles like quarks and electrons make up the atom, smaller, more fundamental building blocks might make up the Higgs boson. |
Αλλά σ' αυτή, σχηματίζουν το πιο όμορφο στόμα που έχω δει ποτέ. | But, on her, make the most beautiful mouth I'll ever see. |
Αν κοιτάξεις τ άστρα γύρω του, σχηματίζουν κεφαλή λύκου. | If you follow the stars around it, it makes the shape of a wolf's head. |
Αυτό μοιάζει με τη γραμμή που σχηματίζουν οι μπίλιες. | This is similar to the line the marbles make. |
Πήρα λίγη πλαστελίνη... και σχημάτισα μια μικρή φιγούρα. | I took some modelling clay... and made a little figure. |
Ο Κέρζον σχημάτισε γνώμη για αυτήν σε 20"... και έκανε τις επόμενες 2 εβδομάδες, τις χειρότερες της ζωής της. | Curzon sized her up in about 20 seconds and made the next two weeks the most miserable of her life. |
Από την άλλη, σχηματίστε ένα V. | The other way, make a V. |
Εδώ, βάλτε το χέρι σας έτσι και σχηματίστε γροθιά. | Here, put your hand in there like that and make a fist. |
Κύριοι, σχηματίστε γροθιά. | Gentlemen, make a fist. |
- Ο κόσμος έχει ήδη σχηματίσει γνώμη. | People have already made up their minds. I'll check the motel. |
Έχεις ήδη σχηματίσει γνώμη; | So, you made up your mind already? |
Γιατί ήρθατε εδώ έχοντας σχηματίσει άποψη. | Why? Because you came here with your mind already made up. |
Ξέρω ότι έχεις σχηματίσει άποψη για την Μπέκα, αλλά ο Μάικλ είναι βαφτισιμιός μου. | I know you've made up your mind about Becca, but Michael's my godson. |