Επηρέασαν την ικανότητά σου να μου συμπαραστέκεσαι συναισθηματικά. | They have affected your ability to support me emotionally! |
Να 'σαι καλά γλυκιά μου που μου συμπαραστέκεσαι. | It's very...uh, sweety from you honey, very supportive... |
Στον γάμο, το να είσαι σωστός έχει πιο λίγη σημασία από το να συμπαραστέκεσαι. | In marriage, being right is less important than being supportive. |
Νομίζω πως πρέπει να συμπαραστεκόμαστε ο ένας στον άλλον. | I think we should all be supporting each other. |
-Της συμπαραστεκόμαστε. | -We're supporting her. |
Απλά συμπαραστεκόμαστε. | We're being supportive. |
Ειναι και πάντα μου συμπαραστέκονται, αλλά δεν περίμενα οτι θα ερθουν ως εδώ για αυτό. | I mean they've always been so supportive, but I never expected them to come all the way for this. |
Σου συμπαραστάθηκα. | I've supported you. |
Ρωτήστε την Γκουεν πόσο πολύ της συμπαραστάθηκα. Ξέρουμε πόσο σου αρέσει να διορθώνεις πράγματα. | You ask Gwen how supportive I've been. |
Οπότε, θέλω να έρθω στο Ντουκ μαζί σου! Μου συμπαραστάθηκες με το όνειρο μου για τη μουσική... γι' αυτό θέλω να σου συμπαρασταθώ και 'γω για το όνειρο σου να παίξεις στο Ντουκ. | You've been so supportive of me and my dream for music, and I just want to be supportive of you and your dream for playing at Duke. |
Δεν συμπαραστάθηκες στο συνάδελφό σου που δεν μπορούσε να βάλει σε τάξη τη χαρτούρα του. | You weren't supportive of a fellow resident who couldn't get his paperwork under control. |
Κι όταν της είπα ότι θα συγκατοικούσα με τον Τσάντλερ μου συμπαραστάθηκε πραγματικά. | And when I told her I was gonna move in with Chandler... ...shewasreallysupportive. |
Ο Ντιν υπήρξε γλυκός, υπομονετικός και σου συμπαραστάθηκε... και τώρα του φέρεσαι, επισήμως, σαν να είναι σκουπίδι. Όχι μόνο δεν είναι του χαρακτήρα σου, μα δεν του αξίζει αυτό! | Dean has been sweet and supportive and incredibly patient, and now you are officially treating him like dirt, and I'm sorry, but not only is that not you, he doesn't deserve that. |
Πριν πεθάνει η Τία... της συμπαρασταθήκαμε πλήρως στη δύσκολη απόφασή της. | Before Thea died, the congregation fully supported her difficult choice. |