"Μου αρέσει να σπουδάζω μαζί του. " | "I like to study with him." |
Ήλθα εδώ να σπουδάζω τους ανθρώπους να παρατηρήσω τα πρόσωπα τους. | I came to study the people, watch their faces. |
Λες να'ναι πολύ αργά ν'αρχίσω να σπουδάζω τέχνη; | Do you think it's too late for me to study art? |
Μου αρέσει να σπουδάζω μαζί του. " | I like to study with him." |
"Διαβάζεις, σπουδάζεις και ζεις εδώ, Phillip;" | You read, study and live here, Phillip? |
- Ώστε, τι σπουδάζεις στο Κολλέγιο; - Λογιστική. | So, what are you studying at school? |
- Εννοούσα τι σπουδάζεις. | I meant, what are you studying? |
- Εσύ σπουδάζεις νομικά. | You're the one studying law. |
- Κι εσύ σπουδάζεις οικονομικά; | - You also study Economics? |
- Άκουσα η κόρη του σπουδάζει ιατρική. | I hear his daughter studies medicine. |
- Ντόρα σπουδάζει φλάουτο στο Παρίσι. | - Dora studies flute in Paris. |
Έχει αυτό το σχέδιο, beluga αυτές τις άσπρες φάλαινες, σπουδάζει στον Καναδά. | It has this beluga print, those whales she studies in Canada. |
Ίσως θα έχει καλύτερη τύχη με τη αυτοσυγκέντρωση του όταν σπουδάζει μουσική με τον σενιόρ Κοντρέρας. | Perhaps he'll have better luck with his concentration when he studies music with Señor Contreras. |
Όχι, δεν κάνω αυτό. Ναι, θες να ξέρεις ότι αυτή η νοσοκόμα σου... αυτό δεν είπες ότι σπουδάζει; | Yes, you want to know that this nurse of yours... isn't that what you said she studies? |
- Η κοντινότερη. Εκεί σπουδάζουμε. | That's where we study. |
-Επίσης σπουδάζουμε θεωρία τεχνης. | -We also study art theory. -That's great. |
Όχι, σπουδάζουμε οικονομικά. | - No, we study economy. |
Δεν σπουδάζουμε "πάνω" σε κάτι, βοηθέ λοστρόμου. | A person doesn't study "on" anything, boatswain's mate. |
Είναι γιατί σπουδάζουμε σε ιατρική σχολή: | It's what we study In medical school: |
- Ακόμα σπουδάζετε; | - You're still studying? |
- Και τι σπουδάζετε; | And what are you studying? |
- Τι σπουδάζετε στο σχολείο; | - What are you studying in school? - College. |
- Τι σπουδάζετε; | - What are you studying? |
"Διαπίστωσα ότι ακόμα και τα πρόβατα..." "... μπορούν και πρέπει να σπουδάζουν." | Even your ignorant lambs can, and must learn to study. |
'Ολοι σπουδάζουν στο κολλέγιο Τσογκ Γουέν. | They all study in Chong Wen College. |
-Λοιπόν ,οι περισσότεροι έξυπνοι άνθρωποι είναι αρκετά έξυπνοι ώστε να μη σπουδάζουν επιχειρίσεις. | - Well, most smart people are smart enough not to have to study business. |
Έχω δύο παιδιά που σπουδάζουν. Πρέπει να τα ελέγχω συχνά. | I have two kids who study, I have to check on them often. |
Όλα και περισσότεροι σπουδάζουν το αντικείμενο αυτό. | There are more students studying it at my alma mater. |
"Αν κι είδα και διάβασα πολλά, αν και σκέφτηκα και σπούδασα, δεν βρήκα ευχαρίστηση πιο όμορφη από αυτήν". | However much I saw and read and thought and studied I found not a pleasure more beautiful than that. |
- Έτσι, σπούδασα γεωλογία. | - So at college I studied geology. |
- Όχι, απλώς σπούδασα εκεί. | - No. I just studied there. |
- Καί; - Και σπούδασα, κρυφά. | - So I studied, secretly. |
- Ποτέ δεν σπούδασα ανθρωπολογία . | - I never studied anthropology. |
- Και, σπούδασες Τέχνη στο σχολείο, ε; | So, you studied Art in school, huh? |
- Λες και δεν σπούδασες ποτέ ψυχολογία. | It's like you never studied psychology at all. |
- Λοιπόν, σπούδασες στην Αμερική; | - So, you studied in the States? |
Eίπες ότι σπούδασες Aγγλικά. | You said you'd studied English. |
Άκουσα ότι σπούδασες στις ΗΠΑ. | I heard you studied in the U.S. |
"Μετά το Γυμνάσιο, η Λάνα Λάνγκ σπούδασε Ιστορία της Τέχνης στην Σορβόννη όπου γνώρισε τον γάλλο φιλάνθρωπο Πιέρ Ρουσσώ. | "After high school, "lana lang studied art history at the sorbonne Where she met french philanthropist pierre rousseau." |
- Danny σπούδασε φιλοσοφία | - Danny studied philosophy. |
- Έτσι, σπούδασε κάτι που ονομάζεται "Ψυχιατρική"... | - so she studied something called 'psychiatry'..." |
- Όχι, η γυναίκα μου δεν σπούδασε ποτέ γυμναστική. | - No, my wife never studied gymnastics. |
- Αλλά ένας ανόητος που σπούδασε με σπουδαίους χειρουργούς. | Yes, but he's a fool who studied with some very fine surgeons. |
Κι οι δυο σπουδάσαμε στην άλλη μεριά, με τους Γκρίγκο. | Not everything, but a lot. We both studied on the other side with the gringos. |
Μαζί σπουδάσαμε μουσική. | We studied music together. |
Το σπουδάσαμε. | We had studied it. |
Άκουσα ότι σπουδάσατε νομικά μαζί του. | I heard you studied law with him... |
Βλέπω πως σπουδάσατε Λογοτεχνία στο Κολέγιο της Βοστώνης και ανεβάσατε πολλά έργα. | I read that you studied English at Boston College and had several plays produced. |
Διότι σπουδάσατε φιλοσοφία, αρχιτεκτονική και κοινωνιολογία. | I'm just asking, because it says here also that you have studied philosophy, architecture and sociology. |
Εδώ λέει, ότι σπουδάσατε στη Γαλλία. | Says here, you studied in France. |
Υποθέτω ότι σπουδάσατε ιστορία μαζί του. | I assume you studied history with him. |
Γι' αυτό δεν συμπαθώ εκείνους που σπούδασαν στο εξωτερικό. | This is why I don't like those who studied abroad. |
Δέκα ηγέτες τους σπούδασαν στην Οξφόρδη. | I'll just say one thing. There are about ten leaders who've studied at Oxford. |
Είναι άνθρωποι σαν κι εμάς που σπούδασαν στο εξωτερικό. Είναι ανοιχτόμυαλοι και ικανοί να βοηθήσουν τους αγράμματους. | It's only people like us who studied abroad and open to new ideas, who are able to help these ignorant people. |
Και διάβασαν βιβλία και σπούδασαν... και έγιναν Πράκτορες των Μυστικών Υπηρεσιών. | And read books and studied and became Secret Service Agents. |
Στα χρόνια μου, όσοι σπούδασαν τέχνες επεβίωσαν. | In my line, those who've studied arts stand out. |
'Οταν σπούδαζα στην Ιταλία, νόμιζα ότι θα ζήσω εκεί πάντα. | When I was studying in Italy I thought I'd live there forever, |
'Οταν σπούδαζα στο Ντουμπρόβνικ πάντα φοβόμουν όταν έπρεπε να καθαρίζουμε τους ασθενείς. | When I was studying in Dubrovnik, I always dreaded when we had to clean the patients. |
Όταν ήμουν 22 ετών και σπούδαζα στην Ρωσία | When I was studying abroad in Russia at the age of 22, |
Όταν εγώ σπούδαζα στη νομική, ο κ. Κήφερ έγραφε τις ιστορίες του κι ο Γουίλλυ έτρεχε στα γήπεδα του Πρίνστον ποιος προστάτευε την πατρίδα μας; | When I was studying law, and Mr Keefer was writing his stories. - - And Willie was tearing up the playing fields of Princeton. - - Who was standing guard over this country of ours? |
Αλλά μετατέθηκε στη Γερμανία όταν ήταν στο στρατό, και γνωριστήκαμε όταν σπούδαζα εκεί. | But he was stationed in Germany when he was in the military, and we met when I was studying there. |
- Βεβαίως. Τέλος πάντων, αναφερόταν ότι σπούδαζες Διεθνείς Σχέσεις. | Anyway, you said that you were studying international relations. |
Θυμάσαι όταν σπούδαζες; | You remember when you were studying? |
Νόμιζα πως σπούδαζες για να γίνεις αρχιτέκτονας, όχι περιπλανώμενος. | I thought you were studying to be an architect, not a professional vagrant. |
Νόμιζα σπούδαζες δικηγορικά. | I thought you were studying law. Pre-law. |
Χάννα, έμαθα ότι σπούδαζες ανατολικά. Τι κάνεις εδώ; | Hannah, I heard you were studying back east - what are you doing here? |
- Νόμιζα πως σπούδαζε στην Ευρώπη. | Thought she was studying in Europe. |
Ένας απ'τους υπόπτους μας σπούδαζε Χημεία. | One of our suspects was studying chemistry. |
Ήταν μια υπέροχη γυναίκα, η Έριν, σπούδαζε κτηνίατρος. | She was a wonderful woman. Erin? She was studying to be a vet. |
Όταν έφτασε ο Τζο Γουίλιαμς, η Μαίρη τον σύστησε, λέγοντας ότι σπούδαζε κοινωνιολογία στο Φόρνχαμ, και κάνει έρευνα στο Δικαστικό Μέγαρο σχετικά με ποινικές δίκες και καταδίκες. | When Joe Williams came in, Mary introduced him, said he was studying sociology at Fordham and doing research at the courthouse on criminal trials and sentencing. |
Αδερφή μου σπούδαζε ψυχολογίας στο κολλέγιο. | My sister was studying psychology in college. |
Γιατί σπουδάζαμε μαζί... Δουλεύαμε ένα κοινό σχέδιο μαζί είχαμε δεθεί κι έφυγε στα ξαφνικά εντελώς απροειδοποίητα! | Because we were studying together, we were working on a shared project, we were fond of each other, and then he just left. |
Γνώρισα τη γυναίκα, την Alice, όταν σπουδάζαμε πολιτικές επιστήμες. | I met my wife Alice when we were studying political sciences. We were 20. |
Εγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα όπου σπούδαζαν. | They settled in the capital where they were studying. |
Είστε τόσο τυχερός που είχατε την ευκαιρία να σπουδάστε στο "Κολούμπια". | You're so fortunate to have the opportunity to study at Columbia. |
Έμαθα πολλά εδώ, στη Νέα Υόρκη, σπουδάζοντας Νομική υπό τον Τσαρλς Ρέμικ, έναν λευκό ρεφορμιστή. | A lot of information I learned here in New York while I was studying law under Charles Remick, a white abolitionist. |
Ήμασταν σπουδάζοντας αραβική . | We were studying Arabic. |
Ήξερα... πως ήταν παντρεμένη, πως δεν είχε παιδιά, και πως είχε μάθει τη γλώσσα μου σπουδάζοντας τραγούδι. | I knew she was married, that she didn't have any kids, and that she had learnt my language studying singing. |
Όλα αυτά τα μαθαίνεις σπουδάζοντας? | You learnt all this stuff studying? |
Όσο εσύ ασχολιόσουν με τις μπύρες, εγώ πέρασα 8 χρόνια σπουδάζοντας κι αρνούμαι να σ' αφήσω να μου το χαλάσεις. | While you were guzzling down six packs of beer, I spent eight years... studying and I refuse to let you ruin this. Do you get that? |
"Ήταν από καλή οικογένεια και είχε σπουδάσει στη Ουψάλα, έτσι ήξερε πολύ περισσότερα απ' όλους μας." | He came from a good family and had studied at Uppsala University, so he knew a bit more than the rest of us. |
#Έχω σπουδάσει γεωγραφία #Έχω σπουδάσει ιστορία | I has studied up my geography Studied up my history |
- Έχετε σπουδάσει ιατρική; | - You studied medicine? |
- Έχω σπουδάσει δυο χρόνια. | - I've studied medicine. |
- Έχω σπουδάσει εκεί. | - I studied there. |