- Κι όλο αναρωτιέμαι... είμαι καταδικασμένος να πλένω και να στεγνώνω... και θα το κάνω αυτό μέχρι να πεθάνω; | And I just can't help but wonder Am I doomed to wash and dry And is it a curse I'm under to do it till I die |
- να πλένω. | - ...to wash. |
Άλλωστε το χρησιμοποιούσα για να πλένω το αμάξι μου. | Besides, I used it to wash my car. |
Έπρεπε να πλένω του Μπέρναρντ ξεχωριστά, επειδή ήταν λίγο βρώμικα. | I had to wash Bernard's separately because they were a bit dirty. |
"Να θυμάσαι να πλένεις την τροφή σου πριν τη φας." | Remember to wash your food before eating it. |
"Σταμάτα να μου πλένεις το αμάξι με τζιν σορτσάκι, Μπάρι". | "Stop washing my car in jean shorts, Barry." |
- Γιατί δεν τα πλένεις; | - Why don't you wash them? |
- Γιατί δεν το πλένεις; | Why don't you just wash it off? |
"Αυτός χάνει το σαπούνι όταν πλένει τα μούτρα του." | "I am looking at a man who, when he washes his face, loses the bar of soap". |
'Ηρθε το παιδί που πλένει τα αυτοκίνητα. | The boy who washes the cars is here. |
'σ' τη να σκουπίζει καθώς αυτός θα πλένει κι αυτό θα βοηθήσει. | So, let her wipe while he washes, and that'll help. |
- Είναι για να πλένει τα μαλλιά της. | She washes her hair with it. |
"να φοράμε το παλτό μας και να πλένουμε τα χέρια μας, για να έχουμε καλύτερο ανοσοποιητικό. | "to wear our coats and wash our hands, so we have better immune systems. |
- Δεν ξέρω γιατί το πλένουμε; | - I don't know why we're washing it. |
- Ναι και πλένουμε και τα πράγματά μας. | - We shower and wash our stuff. |
-...αλλά δεν πλένουμε τα άπλυτά μας. | The reality is we do not wash our own laundry. |
'Υστερα, αν μπορείτε πλένετε τα παράθυρα... | And then if you can give the windows a wash... |
* Θα σας δω όταν θα μου πλένετε τ' αμάξι. * | ♪ I'll see you when you wash my car ♪ |
- Και πλένετε από πίσω τα αυτιά σας; | And washing behind your ears? |
- Πηγαίνετε πλένετε το πρόσωπό σας, πυρο. | - Go wash your face, pyro. |
"Α, αυτοί οι άνθρωποι δεν πλένουν τα χέρια τους. " | "Oh, those people don't wash their hands." |
"Αυτοί που είναι αναλφάβητοι... " "και δεν ξέρουν να πλένουν τα εσώρουχα". | They said, "Indians are people who can't read and who don't know how to wash their clothes." |
"Με μεταξένια μαλλιά και εύπλαστο σοκολατί δέρμα και χέρια που πλένουν τα ρούχα της οικογ ... " | "With silken hair and supple olive skin and hands that wash the laundry of my kin..." |
"Ο Αλοΐσιους ΜακΓκάβερν, υβριστής ρήτορας των γηπέδων, είναι ένας δύστροπος τράγος," "του οποίου το στόμα θα πρέπει πάντα να το πλένουν με ισχυρό απορρυπαντικό." | "Aloysius X. McGovern the evil-tongued orator of the baseball field, is a surly, unbred goat whose mouth should be washed out with a strong detergent." |
'Εκανα κάτι τέτοιο πάλι όταν έπλυνα την Πόρσε του μπαμπά με πέτρες. | I haven't done that since I was four and I washed my dad's Porsche with rocks. |
'λλα το έπλυνα. | Don't worry, washed right off. |
- Tο έπλυνα. | I washed it. |
- Όχι, εγώ έπλυνα. | - No, I washed last time. |
- Jed, έπλυνες τα χέρια σου; | - Jed, you washed your hands? |
- Άλμα, έπλυνες το ράσο; - Όχι ακόμα. | - Alma, have you washed the cassock? |
- Δεν έπλυνες το πρόσωπό σου, το πρωί. | You haven't washed your face today. |
- Και τον έπλυνες; | - You washed him? |
"Ποιος έπλυνε όλα τα πιάτα σήμερα"; | Oh, oh, who washed all the dishes today?" Nobody washes the dishes! |
'Ισως ο ένας τους πυροβόλησε και να έπλυνε τα χέρια του. | One of them still could have fired the gun and washed his hands. Yeah. |
'ρα έπλυνε τα χέρια της. | So she washed her hands. |
- Ίσως την έπλυνε. | He probably washed it. |
- Το πλύναμε. | - We washed it! |
Βεβαιώσου ότι πλύναμε τα χέρια μας, κλείσαμε το καπάκι και φεύγουμε. | Make sure our hands are washed, the lid's down and we're gone. |
Δεν ήθελε να σε στενοχωρήσει, γι' αυτό το πλύναμε. | She didn't want to upset you, so we washed it. |
Είχαμε μία μικρή πλυμμήρα όταν το πλύναμε. | We had a bit of a flood when we washed it down. |
- Μα μόλις τα πλύνατε, άρχοντά μου. | - But you just washed them, my lord. |
- Πάλι καλά που την πλύνατε. - Οι νέοι κανόνες είναι παλαβοί. | You powerwashed, my ass. |
Ελπίζω να πλύνατε αυτό το χέρι πριν το πιάσω, κ. Φίσερ. | Hmm. I hope you've washed that hand before I shake it, Mr. Fischer. |
Και πλύνατε τα χέρια σας; | And you washed your hands? |
- Το έπλυναν; | Has it been washed? |
-'Ηρθαν και με έπλυναν. | - They came down and washed me. |
Όσο αράζατε και παίζατε ηλεκτρονικά... μου έπλυναν το αμάξι, ψώνισα καθαριστικά και πήγα στην τράπεζα. | In the time you've been sitting here playing video games, I got the car washed, picked up cleaning supplies and went to the bank. |
Αυτό κάνω! Πριν δυο βδομάδες, στη λειτουργία, διάβασε ένα κομμάτι του Ευαγγελίου όπου κατέβαζαν το Χριστό απ' το σταυρό και οι φίλοι του τον πήραν και τον έπλυναν. | I do! he read the part of the gospel where after Jesus was pulled off the cross his friends took the body down and they washed it. |
Ένα πρωί εκεί που έπλενα το πρόσωπο μου, κοίταξα στον καθρέφτη και συνειδητοποίησα οτι είμαι όμορφος. | One morning when I was washing my face, I looked into the mirror and realized that I am quite handsome. |
Ήταν εδώ ακριβώς, και έπλενα τα χέρια μου, και γλίστρησε στο σωλήνα. | It was right here, and I was washing my hands, and it slipped down the drain. |
Δε μπορώ να θυμηθώ τίποτα... Θυμάμαι που έπλενα τα χέρια μου απ'το αίμα, λίγο αργότερα. | It wasn't until later, when I was washing the blood off my hands, I even knew they were dead! |
Εγώ έπλενα πιάτα, εσύ δούλευες σε τηλεφωνική εταιρία ή κάτι... | I was washing dishes. You were working at some, like, phone line or something? |
Πέρυσι, τέτοια εποχή, μου έπλενες τα τηγάνια και τις κατσαρόλες. | A year ago you were washing my pots and pans. |
Γλύκα... όταν ο μπαμπάς... έπλενε την Ίζαμπελ... στο ντους, τι νόμισες ότι ήταν; | Honey when Daddy was washing Isabel in the shower, what did you think that was about? |
Δεν έμεινε πολύ. Μετά έπλενε πιάτα στο "47". | Afterwards he was washing dishes at the "47". |
Ενώ αυτός έπλενε αυτοκίνητα, ξέρεις τι έκανα εγώ; | While he was washing cars you know what I was doing? I was putting myself through college, Dad, okay? |
Η Μαίρη έπλενε τα πιάτα όταν κάποιος χτύπησε την πόρτα. | Mary was washing the dishes when someone knocked on the door. |
Όταν πλέναμε τα πιάτα η Sepideh, είπε κάτι, και η Shohreh είπε: | When we were washing up, Sepideh, you said something, and Shohreh said: "No need to work, we already like you." |
Εμείς πλέναμε εξαρτήματα για χοιρινά λουκάνικα. | We were washing innards for black pudding. |
"Αν μπορούσε να μιλήσει το χέρι, θα έλεγε πλύνε με." | "If this hand could talk, it would say 'wash me.'" |
"Βοήθα με μ' αυτό, βοήθα με μ' εκείνο, σφουγγάρισε το πάτωμα, σφουγγάρισε το ταβάνι, πλύνε, φέρε, φτιάξε". | She's like, "Help me with this, help me with that, wash the floor, wash the ceiling, clean my car, get this, fix that. |
'Αντε πλύνε κανένα πιάτο. | Go to the kitchen to wash dishes. |
*Βούρτσισε τα δόντια σου, πλύνε το πρόσωπό σου* | * Brush your teeth, wash your face * |
- Όντως, αλλά πλύντε πρώτα τα πιάτα. | All right, but wash the dishes first. Bye. |
-Πάρτε νερό και πλύντε τον. -Να τον πλύνουμε; | -Get some water and wash it off. |
Αγόρια, αφήστε το σε μένα και πλύντε τα χέρια σας. | Boys, put it away and wash your hands. |
Δάσκαλε Λου Μπου, παρακαλώ, πλύντε τα χέρια σας. | Master Lu Bu... Please wash your hands, refresh yourself |
Έζησα σαν το σκυλί τους, όλη μου τη ζωή... ταϊζοντας τον ηλίθιο, πλένοντας τον και βοηθώντας τον ακόμα και να αυνανιστεί. | I lived as their dog my whole life... feeding the idiot, washing him and even helping him masturbate. |
Ένα λεπτό είσαι στην Αφρική πλένοντας τα ρούχα σου στο ποτάμι με τα βυζια έξω, είσαι καλός. | One minute you're in Africa washing your clothes in the river with titties out, you're good. |
Αλλά δεν μπορείς να πας επειδή κόλ- λησες πλένοντας το αυτοκίνητο σου. | But you can't go because you're stuck washing your car. |
Δεν έκανες καλή δουλειά πλένοντας το πρόσωπό σου. | You didn't do much of a job washing your face. |
"Η Miss Brodie" μου είπαν "δεν έχει πλύνει το πρόσωπό της εδώ και 20 χρόνια" | Oh, Miss Brodie, they informed me... hasn't washed her face in 20 years. |
'Οχι. Ούτε τα ρούχα μου έχω πλύνει. | Or washed my clothes. |
'λλωστε, έφτασε πριν 10 ώρες και έχει ήδη πλύνει τα εσώρουχά μου. | Besides, the guy's been in town 10 hours ... he's already washed my underwear. |
- Ίσως το πήρε η υπηρέτρια να το πλύνει. | The maid probably took it to be washed. |