Πίνεις γενναία καφέ, ματώνεις για να δείξεις τα αισθήματά σου γεμίζεις δύο, το πολύ τρεις, σελίδες προτού η ηρωική σου προσπάθεια διακοπεί από την επιθυμία σου να δεις τσόντες ή να φας κάτι. | Bravely drinking coffee, spilling his blood to get his feelings out, filling two, maybe three whole pages before his heroic effort is cut short by the desire to watch Internet porn or get a snack! |
Απλά να ματώνουμε την οπισθοφυλακή αρκετά για να τους καθυστερούμε, ώστε ο Γαλλικός στόλος να τους αποκόψει πριν τη Νέα Υόρκη. | Just bloody their rear enough to slow them, let the French fleet cut them off before New York. |
Δεν ματώνουν όταν κόβονται; | Do they not bleed when they are cut? |
Το αρνήθηκες. Ακόμη κι όταν ο πατέρας σου... σε ανάγκασε να κόψεις μια βέργα από την αυλή... ακόμη κι όταν σ' έδειρε μ' αυτήν ώσπου μάτωσες... και πάλι, το αρνιόσουν επίμονα. | You denied it, even when your father made you cut a switch from the yard, even when he beat you with it until you were bloody. |
'ρα αν κόπηκε, αλλά δε μάτωσε | So if he was cut, but he didn't bleed... |
- Το χτύπησε καταλάθος στο μέτωπο και μάτωσε λιγάκι. | - She cut his forehead and it was bleeding a little. |
Όταν με πήραν, μάτωσε το πόδι μου, αλλά δεν θυμόμουν να είχα κοπεί. | When l was taken, my leg was bleeding, but l didn't remember being cut. |
Με μάτωσε; | He cut me? |
Τα πόδια μου μάτωσαν. Μάτωσαν καθώς προσπαθούσα να δραπετεύσω. | I cut them trying to escape. |
Αν τον μαχαιρώσεις, θα ματώσει. | If you cut him, he will bleed. |
Να μην κόψει τα δάχτυλά του και ματώσει τα σταφύλια. | We don't want him cutting off his fingers and getting blood on the grapes. |
Προσεκτικά, δεν πρέπει να κάψουμε κάτι που θα ματώσει. | Be careful, man. We can't cut anything that bleeds. |