- Η επιχείρηση έληξε, Η! | H, this operation is terminated! |
- Πόσο ήταν; 'ρα δεν ξέρετε πότε έληξε την εγκυμοσύνη της; | So you have no idea when your daughter terminated this pregnancy? |
Αυτή η συνάντηση μόλις έληξε. | Has been terminated. |
Η Ελίζαμπεθ συμφώνησε και πάραυτα έληξε τη σχέση της με την εκκλησία σας. | Elizabeth agreed, and has forthwith terminated her relationship with your church. - What? |
Γνωρίζετε μήπως πώς τα πράγματα έληξαν με τον προηγούμενο δκηγόρο μου; | And are... are you aware of how things, uh, terminated with my previous counsel? |
Στις τρεις η ώρα την 8η Απριλίου, τα καθήκοντά μου ως υπηρέτης του Κυρίου έληξαν επισήμως. | At 3:00 on April the 8th, my duties, my privileges as a servant of God were formally terminated. |
Αν και δυστυχώς θα πρέπει να σας ενημερώσουμε ότι η απασχόλησή σας εδώ έχει λήξει, κι αυτό ισχύει άμεσα. | Though I must regretfully inform you that your employment here is terminated, effective immediately. |
Αν προσπαθήσεις να υπονομεύσεις την υπόθεσή μας... - ...η συνεργασία μας θα λήξει. | If you attempt to undermine our case in any way... your employment will be terminated. |
Ενώ δεν έχουμε αδιάσειστα στοιχεία ο ίδιος είναι επικεφαλής εδώ , ή ακόμα και στην πόλη μας ... είχε λήξει σε αυτό το τμήμα . | While we have no hard evidence he is headed here, or even to our city... he was terminated at this precinct. |
Λέω να λήξει η συζήτηση, δε με ενδιαφέρει. | I decide the discussion is terminated as far as I'm concerned. |