Τώρα κόβεσαι; | Now you cut yourself? |
Έτσι δεν κόβεσαι. | So you don't cut yourself. |
Αυτο γίνεται όταν κόβεσαι! | It's just what happens when you cut yourself, okay? |
- Όχι... Έτσι κόβεσαι στη μέση, κατάλαβες ? | That's how you get cut in half, see? |
Γιατί κόβεσαι, Λι; | Why do you cut yourself, Lee? |
'Ορκος αίματος είναι όταν κοβόμαστε και οι δύο. | - A blood-off is when we both cut ourselfs. |
Δεν χαίρομαι όταν βλέπω σπάνια ταλέντα να κόβονται πρώιμα. | It is no pleasure to see rare talent cut off before its time. |
Ήταν σαν αυτούς τους θεατρίνους... που αυτοτραυματίζονται, και κόβονται, με τη διαφορά ότι ο Ian, δε μάτωνε. | It was a bit like watching performance artists who deliberately lacerate themselves, cut themselves, except with Ian, he didn't bleed. |
Είχαν τα χέρια τους κόβονται. | You wanna know how? Their hands were cut off. |
Γιατί δεν τους ρωτάς τι συμβαίνει όταν κόβονται; | Why don't you just ask them what happens when they cut themselves? |
Ναι, οι καρδιές κόβονται δύσκολα. | Yeah. hearts are tough to cut out. |
Μάλλον κόπηκα στην πύλη. | Guess I cut myself on the gate. |
Μετά μπορεί να κόπηκα σε κανένα από τα συντρίμμια. | Then I must have cut it on some wreckage. |
κόπηκα. | I think I cut myself. |
Και γλίστρησα και κόπηκα από το μπουκάλι της Κόκα Κόλα που πέταξες. Θύμωσα; | And I slipped and cut myself on that Coke bottle that you dropped. |
- Φαίνεται πως κόπηκα μόνος μου. | - I seem to have cut myself. |
Ήμουν μαζί σου όταν κόπηκες. | I was with you when you cut it. I sewed it up. |
Μη μου πεις ψέματα. Κατά λάθος κόπηκες με το μαχαίρι πάλι; | Did you accidentally cut yourself with a knife again? |
Θεέ μου, κόπηκες. | Oh, my God, you cut yourself. |
Μπορεί να κόπηκες ενώ έφτιαχνες το φαγητό. | You must have cut yourself making dinner. |
Έπεσες πάνω στα κάγκελα και κόπηκες. | Against the bars, you cut yourself. You're not sure how. |
Σύμφωνα με αυτό, η παρτίδα αυτή κόπηκε στο δάσος του Castleberry. | According to the ticket, the log was cut from the Castleberry Grove. |
Ισως κόπηκε από ένα μεγαλύτερο κομμάτι χαρτί σαν... ενθύμιο για κάποιον, μάλλον έτσι έγινε | It's probably cut away from the larger sheet as a memento for someone, that sort of thing. |
Έλεγες "θέλω να ξέρεις ότι...", και μετά κόπηκε. | You said... I need to know something, then it got cut off. |
Αφού υπάρχουν δύο διαφορετικά ίχνη αίματος, κάποιος κόπηκε. Κάποιος λέρωσε τα χέρια του με αίμα. | Well, knowing now there was an odd mixture of blood, it's safe to say that someone cut themselves. |
Ήταν λιγότερο από 10 μίλια μακριά όταν το σήμα κόπηκε. | They were less than 10 miles away when the signal cut out. |