Ένας άνθρωπος δεν χρειάζεται να είναι τόσο ψηλός όσο ο πύργος που κτίζει. | A man doesn't have to be as tall as the tower he builds. |
Σέβομαι πολύ αυτό που κάνει γιατί κτίζει πράγματα... μετά, είναι πάντα εκεί. | I have a lot of respect for what she does because, um, she builds things... then, they're always there. |
Η αφοσίωση του Στάνλεϊ, χωρίς αμφιβολία, είναι ένα από τα γνωρίσματα τωνθεμέλιωνλίθωνπου ελπίζουμε ότι κτίζουμε την επιχείρησή μας. | Stanley's dedication is no doubt one of the hallmarks of the foundation of the business we're hoping to build our basis on. |
Μάλλον συμφωνούμε για να αποφύγουμε καταστροφή κτίζουμε νέα γέφυρα, στην τοποθεσία του Ρηβς, 400 μέτρα κάτω. | I take it we all agree that if we're to avoid disaster we build a new bridge, at the site picked by Reeves, 400 yards downstream. |
Μπορώ να ρωτήσω, τι κτίζετε κάτω στον δρόμο; | May I ask, what are you building down the road? |
Κάθε πέντε λεπτά καίγεται αλλά κάθε φορά το κτίζουν μεγαλύτερο και καλύτερο από πριν. | It burns down about every five minutes but each time they keep on rebuilding it a little bigger and better than before. |
Λοιπόν, έκανα αρκετή έρευνα και διάβασα ότι υπάρχουν αρκετοί που σχεδιάζουν και κτίζουν φυλακές. | All right, I've been doing a lot of research and I read that there are people out there designing and building prisons. |
Ο άντρας της θ'αποκάλυπτε ότι κτίζουν σε τοξικά απόβλητα. | Claire's husband was about to blow the whistle on the downtown redevelopment zone. |
Ποτέ δεν θα ρίξουν το Τείχος. αν συνεχίσουν να κτίζουν εποικισμούς. | They'll never take down the wall if they can keep building the settlement. |
Βίασα εκείνη τη κοπέλα στο Σακραμέντο, αλλά έκτισα την ποινή μου. | And I raped that girl in Sacramento, but I did my stint. |
Ο Άνσον Τσεν έκτισε ποινή 8 ετών για ένοπλη ληστεία. | anson chen did eight years in the state pen for armed robbery. |
Ούτε που το φαντάστηκα, όταν ο Λέφρικ κι εγώ κτίσαμε το μοναστήρι ότι κάποτε θα κρυβόμουν από αυτόν, πίσω από τους τοίχους του. | Little did I dream when Leofric and I built the convent that one day I would hide from him behind its walls. |
Γιατί δεν την έκτισαν αυτοί. | That is because they did not build it. |
Δεν το πιστεύω ότι το έκτισαν με τα χέρια τους μόνο. | I can't believe they did it with their hands only. |
Νομίζω ότι τώρα που τελειώσατε, ο Λίαμ θα κτίσει αγροικία για τον εαυτό του. | I think now that you're done, Liam's gonna build a cottage for himself. |