Όχι, να κρυφακούω την κουβέντα τους. | No, to eavesdrop on their conversation. |
Δεν θα χρειαζόταν να κρυφακούω αν με συμπεριλαμβάνατε στις συνομιλίες σύμφωνα με το πρωτόκολλο. | Of course, it wouldn't be necessary for me to eavesdrop, if I were included in these discussions as a matter of operating protocol. Doctor... |
Προσπαθώ να μην κρυφακούω. | I try not to eavesdrop. |
Το χρησιμοποιούσα για να κρυφακούω τις θείες μου όταν ήμουνα έφηβη. | I used it to eavesdrop on my aunts when I was a teenager. |
- Αν κρυφακούς, τα μαθαίνεις όλα. | Well, eavesdropping will do that. |
- Αυτό συμβαίνει όταν κρυφακούς. | That will happen when you eavesdrop. |
- Δεν έχεις αντίληψη, απλά κρυφακούς. | That's not perception. That's eavesdropping. |
- Δεν πρέπει να κρυφακούς! | - Pretty funny. - You shouldn't eavesdrop on people. |
- Και τους κρυφακούς; | And you're eavesdropping on them? |
Και κρυφακούει τις κουβέντες του κόσμου... αλλά τον αγαπώ. | And he eavesdrops on everyone's conversations But, I still love him. |
Είναι αμαρτία να κρυφακούμε, παιδιά. | It's a sin to eavesdrop, guys. |
Είναι να κρυφακούμε. | Is eavesdropping. |
και ανακαλύφτηκαν χιλιάδες εκεί που είχαν πεταχτεί, έτσι ώστε εμείς να μπορούμε να κρυφακούμε στη ζωή του χωριού περισσότερο από 3 χιλιάδες χρόνια πριν. | And they were discovered in their thousands where they'd just been chucked away, so that we can eavesdrop on village life from more than 3,000 years ago. |
Δεν ανέχομαι να κρυφακούτε χωρίς να συμμετέχω κι εγώ. | I simply will not tolerate eavesdropping unless I'm a part of it. |
Είναι μέσα στα καθήκοντά σας και να κρυφακούτε, κ. Στράουντ; | Is eavesdropping part of your job description, Mr. Stroud? |
Μα ... σαν πολύ κρυφακούτε! | Oh for the -- eavesdrop much? ! |
Ξέρετε πως δεν είναι ευγενικό να κρυφακούτε, έτσι; | You know it's not polite to eavesdrop, right? Hey. |
Σταματήσετε να κρυφακούτε και ελάτε μέσα! | Stop eavesdropping and get in here! |
Μάλλον θα κρυφακούνε πίσω από την πόρτα. | Let's go. Someone's surely eavesdropping. |
Ξέρεις τι παθαίνουν όσοι κρυφακούνε; | Thee knows what happens to eavesdroppers? |
Ψάχνουν τα δωμάτιά μας, κλέβουν τα πράγματά μας και κρυφακούνε. | They search our rooms, they steal our things and they eavesdrop. |
Εντάξει, κρυφάκουσα. | - Okay, I eavesdropped. |
Ο Τόμπι κρυφάκουσε πάλι. | Toby eavesdropped again. |
Βγήκατε από τον δρόμο σας για μένα, κρυφακούσατε, κατασκοπεύσατε | You went out of your way for me, you eavesdropped, spied... |
"Όταν κρυφάκουγα κατάλαβα ότι έκανα λάθος". | "When I was eavesdropping I realized I made a mistake". |
- Τι; Ότι κρυφάκουγα; | What, that l was eavesdropping? |
Για όνομα του Θεού, κρυφάκουγα. | For God sakes, I was eavesdropping. |
Ναι, κρυφάκουγα. | Yes, I was eavesdropping. |
Συγγνώμη, κρυφάκουγα. | Excuse me. I'm sorry. I was eavesdropping. |
Γι' αυτό κρυφάκουγες; | Is that why you were eavesdropping? |
Ξέρω ότι κρυφάκουγες οπότε άσε τους θεατρινισμούς. | I know you were eavesdropping so you can drop the mummer's act. |
Τώρα αν φύγεις, θα ξέρω ότι κρυφάκουγες και θα σε σκοτώσω έτσι και αλλιώς. | Now, if you leave, I'll know you were eavesdropping and I'll go and kill you anyway. |
Δηλαδή, όλο αυτό το διάστημα, ο Μάρτιν κρυφάκουγε τις συζητήσεις μας. | So all this time, Martin was eavesdropping on our conversation. |
Ενώ κρυφακούγοντας προσωπικες αποκαλύψεις σε ένα γραφείο ψυχιάτρου μπορεί να είναι συναρπαστικό για μερικούς, δεν είναι ακριβώς ό,τι είχα στο μυαλό μου όταν ενοικίασα το γραφείο. | While eavesdropping on the intimate revelations of a psychiatrist's office might be fascinating to some people, it was not exactly what I had in mind when I rented the place. |
Πες μου. Είσαι μέλος του συνδικάτου διεθνών επαφών ή παίρνεις τις πληροφορίες σου κρυφακούγοντας; | Tell me, are you a member of a syndicate with international contacts... or do you get all your information by eavesdropping? |
Είμαι άβολα γιατί κρυφακούσει. | I'm uncomfortable because we eavesdropped. |