Το ρήμα "κοιμούμαι". | The verb "to sleep". |
Σε κάνουν να κοιμάσαι καλά; | Make you sleep well? |
Θα' πρεπε να κοιμάσαι. | You should be sleeping |
- Γιατί δεν κοιμάσαι επάνω; | Why don't you sleep upstairs? |
Μην κάνεις ότι κοιμάσαι. | Don't pretend to sleep. |
Μισέλ, κοιμάσαι; | Michel, are you asleep? |
- Απλά κοιμόμαστε μαζί. | - We're just sleeping together. |
Θα κοιμόμαστε σε ένα κρεβάτι, θα τρώμε στο ίδιο τραπέζι, θα έχουμε ένα λογαριασμό ρεύματος αντί για δύο. | We'd sleep in one bed, we would have breakfast at the same table, we'd have one electric bill instead of two. |
Ξοφλημένε, πετάμε μαζί, κοιμόμαστε δίπλα-δίπλα, αλλά αυτό είναι όλο. | Look, Dead Meat. We fly together, we sleep next to each other, but that's all. |
Είτε διασκεδάζουμε έξω είτε κοιμόμαστε. | We're either out having fun or we're asleep. |
Πιστεύω ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε, ότι το να κοιμόμαστε μαζί... | Look, I think we can both agree that sleeping together, taken on its own merits, |
Δεν κοιμούνται ποτέ στην εξοχή. | They never sleep in the country. |
κοιμούνται? | Are they asleep? |
Ποιος τους ορμάει όταν κοιμούνται; | Who is attacking people in their sleep? |
Τώρα οι μισοί γερουσιαστές, αυτοί που δεν σε μισούν που συμπαθείς τον ΟΗΕ... κοιμούνται στα δωμάτια τους. | Now half the senators... the ones who don't hate you for being a U.N.-Loving commie... are actually asleep in the senate chambers. |
Τα μικρά κοιμούνται. | The children are asleep. |
Αμφιβάλλω αν θα κοιμηθώ κι εγώ απόψε. | I doubt whether I will sleep tonight. |
Αυτή τη φορά θα κοιμηθώ. | This time I will sleep. |
Απόψε θα κοιμηθείς, χωρίς να φας βραδινό. | you will sleep tonight without supper. |
Εδώ θα κοιμηθεί ο Χάρι. | That's where Harry will sleep. This is my study. |
Ο Hudson θα κοιμηθεί στο ίδιο δωμάτιο, αλλά στο άλλο κρεββάτι, εννοείται. | Hudson will sleep in the same room, but in the other bed of course. |
Λοιπόν, ίσως θα κοιμηθεί απόψε, έτσι δεν είναι; | Well, maybe he will sleep over tonight, right? |
Για πρόληψη θα κοιμηθούμε όλοι στην τραπεζαρία και στο club. | As a precaution everyone will sleep in the lunchroom and in the club. |
Παιδιά, καταλαβαίνετε ότι τόσος ενθουσιασμός για μια ταινία επιστημονικής φαντασίας θα μειώσει δραστικά των αριθμό των γυναικών που θα κοιμηθούν μαζί μας. Ααα! | You guys do realize that being this excited about a sci-fi film... will drastically cut down on the number of women that will sleep with us. |
Τα αγόρια θα κοιμηθούν στο ένα κρεβάτι. - Και τα κορίτσια στο άλλο. | The boys will sleep in one bed, Corrine, the girls in the other. |
Καλμάρισε τα νεύρα μου, ήταν ό,τι έπρεπε για τον ύπνο και κοιμήθηκα τέλεια. | Soothed my nerves, went right off to sleep, slept like a top. |
Δεν κοιμήθηκα 'γιατί εγώ δεν... | I didn't sleep 'cause I haven't... |
Δεν κοιμήθηκα καλά, και δεν χτύπησε το ρολόι. | I didn't get a lot of sleep. Big power outage knocked out my alarm clock. |
Δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ. Μπορούμε να μιλήσουμε; | I didn't sleep last night. |
Για να είμαι ειλικρινής, δεν κοιμήθηκα και πολύ. | Well, if I'm being honest, there wasn't really a lot of sleep. |
Και μ αυτόν τον Σάιμον... κοιμήθηκες μαζί του; | This Simon... did you sleep with him? |
Μήπως δεν κοιμήθηκες αρκετά χθες βράδυ, ε; | Didn't get enough sleep last night, huh? |
Πώς κοιμήθηκες; | -How did you sleep? |
- Που κοιμήθηκες λοιπόν; | - So where did you sleep? |
Δεν κοιμήθηκες, ε? | You didn't sleep, did you? |
Ο Λίαμ κοιμήθηκε. | Liam is officially asleep. |
Ο παππούς, κοιμήθηκε πολύ καλά χθες βράδυ. | Grandpa had very good sleep last night. |
Τού έστριψε και κοιμήθηκε; | - Did he just go crazy and fall asleep? |
Λοιπόν, αυτή δεν κοιμήθηκε πολύ καλά χθες το βράδυ. | Well, she didn't sleep too well last night. |
Που στο διάολο κοιμήθηκε; | No tellin' where the hell he's been sleepin'. |
- Αν σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, δεν κοιμηθήκαμε πολύ, και σίγουρα δεν... | Well, if it makes you feel any better, we didn't do much sleeping, and we definitely didn't pull ... |
Το υπόλοιπο βράδυ πέρασε με τις συνήθεις δουλειές ενός δεσμού, και μια ταινία κατά παραγγελία, μετά κοιμηθήκαμε. | The rest of the evening was occupied by the usual business of an affair followed by a pay-per-view movie, then sleep. |
Τουλάχιστον κοιμηθήκαμε ήρεμοι. | Well, at least we got a good night's sleep. |
- Θυμάσαι που κοιμηθήκαμε μαζί; | Do you remember sleeping with me? |
- Απλά κοιμηθήκαμε. | All we did was sleep. No. |
Ναι, αυτός θα οδηγήσει, κοιμήσου εσύ. | Yes, he'll drive, you go to sleep |
Απλά κοιμήσου τώρα. | Just go to sleep. |
Τράβα σπίτι και κοιμήσου λίγο. | Go home and get some sleep. |
Όχι, κοιμήσου. | No, you sleep. I'll-- |
Πέσε κοιμήσου. | - Get some sleep. |