- Νεαρέ, τι νομίζεις πως καταφέρνεις έτσι; | Young man, what do you think you're accomplishing? |
- Πώς το καταφέρνεις αυτό; | How do you accomplish such a thing? |
Δεν το καταφέρνεις αυτό με γέρους που δεν μπορούν να γονατίσουν. | You don't accomplish that with old people who can't kneel. |
Με αυτή τη συμπεριφορά σου δεν καταφέρνεις τίποτα. | Rampaging around like this is not gonna accomplish anything. |
Αυτό που καταφέρνει αυτό το σύστημα εντατικής παραγωγής είναι να παράγει πολλή τροφή, σε μικρό κομμάτι γης σε πολύ προσιτές τιμές. | What the system of intensive production accomplishes is to produce a lot of food on a small amount of land at a very affordable price. |
Η βία για την βία δεν καταφέρνει τίποτα. | Violence for its own sake accomplishes nothing. |
Η εμπιστοσύνη από μόνη της δεν καταφέρνει το παραμικρό. | Trust alone accomplishes nothing. |
Με το να παραδίδεται κάποιος στη σκοτεινή πλευρά του, ποτέ δεν καταφέρνει τίποτα. | Giving in to one's dark side never accomplishes anything. |
Δεν μοιάζει σαν να καταφέρνουμε τίποτα, αλλά ο χρόνος... | It doesn't look as if we accomplish anything, but in time... |
Και αν σε αφήσω να ρισκάρεις τη ζωή του ασθενούς, εξετάζοντας ένα όργανο που έχουμε εξετάσει ήδη ...δεν καταφέρνουμε τίποτα απ' τα δύο. | And if I let you risk our patient's life testing an organ we already tested, we accomplish neither. |
Κι εγώ δεν ξέρω τι καταφέρνουμε με αυτό τώρα. | And I don't know that we're accomplishing as much as we could be right now. |
Τι άλλο καταφέρνουμε εδώ πέρα από το να γινόμαστε απρεπέστατες; | What are we accomplishing here, Other than being inappropriate? |
- Σκοτώνοντάς τους δεν καταφέρνετε κάτι. | Killing them won't accomplish anything. |
Πώς καταφέρνετε κάτι τέτοιο; | How do you accomplish such a thing? |
Χωρίς, λυπάμαι που το λέω, να τα καταφέρνετε. | Yes, and accomplishing nothing, I'm sorry to say. |
-Μερικοί τα καταφέρνουν κάτι. | No, no, some people accomplish something. |
...τι πιστεύουν ότι καταφέρνουν ελευθερώνοντας έτσι τα ζώα... | What do they think they're accomplishing by releasing an animal like this... into a city like this one? |
Δεν τα καταφέρνουν και πολλές ομάδες να φτάσουν τόσο μακριά... και το να φτάσετε μέχρι εκεί ήταν πραγματικό κατόρθωμα. | Not many teams make it that far, and to watch you go that far was... - It was really an accomplishment. - Well, that's nice. |
Η ερώτηση είναι, πώς καταφέρνουν κάτι τέτοιο; | The question is, how are they accomplishing such a thing? |
Έκανα οτι μου είπες και δεν κατάφερα τίποτα. | I did the whole servant bit, and it accomplished nothing. |
Αλλά το μόνο που κατάφερα, ήταν να θυμώνω όλο και περισσότερο, μέχρι που, τρελαμένος από οργή και ενοχές, προσπάθησα να βγάλω τα ίδια μου τα μάτια. | But all I accomplished was to make myself more angry, until I was insane with rage, guilt, trying to pull my own eyes out. |
Αν βλέπατε τι κατάφερα μέχρι τώρα, θα συμφωνούσατε. | And if you look at all the things I've accomplished so far, I think you'd have to agree. |
Αν πεθάνω, όλα όσα κατάφερα μέσα στο διάστημα αυτό, όλα όσα πέτυχα ως ξεχωριστό άτομο, θα χαθούν. | If I die, everything that I've accomplished in that time, everything I achieved as an individual, will be lost. |
- Και τα κατάφερες. | - Mission accomplished. |
- Μα και πάλι, κάτι κατάφερες. | But you still accomplished something. Yeah. |
Piper, πρέπει να ξέρεις ό,τι έκανες, ό,τι κατάφερες, το έκανες από μόνη σου. | Piper, you need to know... everything you've done, everything you've accomplished, you did it on your own. |
Έλα τώρα, κοίτα πόσα κατάφερες από τότε που είμαστε μαζί. | Oh, come on, look how much you've accomplished just since we've been together. |
- Ήταν τόσο δραστήριος. - Ναι. Είχε μυϊκή δυστροφία, αλλά δεν άφηνε ούτε μια μέρα να περάσει χωρίς να νιώσει ότι κατάφερε κάτι. | He had muscular dystrophy, but he didn't like to let one day go by without feeling like he accomplished something. |
Όλα τα κατάφερε ο Μπέιτζορ από το μίσος για τους Καρδάσιους. - Όχι εξαιτίας τους. | All of which Bajor accomplished in spite of the Cardassians not because of them. |
Αλλά έχετε δίκιο, η σιωπή μου κατάφερε το ίδιο πράγμα. | But you're absolutely right,my silence accomplished the same thing. |
Αλλά ότι κι αν έκανε ο Χάρολντ, ότι κι αν κατάφερε, το'κανε μόνος του. | But whatever harold did, whatever he accomplished, he did it on his own. |
- Δεν καταφέραμε τίποτα! | We accomplished nothing! |
Tι καταφέραμε; 'Επρεπε να μ' αφήσεις να τoν πυρoβoλήσω. | What have we accomplished? You should have let me shoot him. |
Ό,τι καταφέραμε δεν θα σημαίνουν τίποτε. Λοιπόν λέω όχι. | Everything that we have accomplished means nothing. |
Όταν διαδοθεί το τι καταφέραμε, περισσότεροι θα ακολουθήσουν. | When word spreads of what we have accomplished, more will follow. |
- Τα καταφέρατε. | Mission accomplished. |
Άρχοντα Ραλ, σκεφτείτε τι καταφέρατε χωρίς το τρίτο κουτί. | Lord Rahl, think of what you've accomplished even without all three boxes. |
Ακούστε, αν θέλατε να με τρομάξετε, το καταφέρατε. | Uh, listen guys, if you were planning on scaring me, then mission accomplished. |
Αν θέλατε να κάνετε τον Σέρακ να κλάψει, τα καταφέρατε. | Well, if you wanted to make Serak cry, mission accomplished. |
Δεν ξέρω λεπτομέρειες, πώς τα κατάφεραν, ούτε πώς μετέδιδαν τα μηνύματα του Σον από την Ευρώπη. | But I hadn't heard the details and I'm not sure how it was accomplished, and I don't know how they were getting Sean's messages through from Europe. |
Δεν ξέρω. Το μόνο που κατάφεραν είναι μερικά τοπικά μπλακάουτ. | I mean, all they've really accomplished is a few localized blackouts. |
Είναι πολύ δύσκολο να πιστέψω... ότι κάποια έντομα κατάφεραν αυτό που τίποτα δε θα μπορούσε να κάνει... εκτός από τα βιολογικά όπλα ή μια βόμβα νετρονίου... να εξουδετερώσει μια ολόκληρη βάση πυραύλων. | It's damn hard to believe that insects have accomplished what nothing in the world could've done except germ warfare or a neutron bomb: Neutralize an ICBM site. |
Και σχεδόν το κατάφεραν. - Αυτό είναι όλο; | And you almost accomplished that. |
"Είναι τελικά θέμα αυτο-εικόνας, "της καθοριστικής αντίληψης που έχει κανείς για τον εαυτό του "σχετικά με το τι πρέπει να έχει καταφέρει και βιώσει | 'Is it ultimately a question of self-image' ' that determining idea one has made for oneselve of' 'of what has to be accomplished and experienced' 'so that one can approve the life one has lived? |
"Ο Lapidus δήλωσε, 'Επέλεξα να αποσυρθώ, έχοντας καταφέρει τα πάντα που είχα ως στόχο. | "Lapidus stated, 'I have chosen to go now, having accomplished everything I set out to do. |
- ΄Εχεις καταφέρει πολλά. | Okay, but you've accomplished a lot. |
- Έχουν ήδη καταφέρει τόσα πολλά! | They've already accomplished so much. |