"Δεν μπορώ να σκάβω ούτε να ζητιανεύω." | "to dig I have no strength," "to beg I am ashamed." |
Δε θα ζητιανεύω για να πάρω τα δικά μου λεφτά. | Damned the money I have to beg for when it's mine. |
Εμαθα να ζητιανεύω! | Barbara, Barbara, I learned to beg last night. |
Θέλεις να ζητιανεύω στους δρόμους; | Do you want me to beg on the streets? |
Όταν ξέρεις τους ανθρώπους που ζητιανεύεις είναι τράκα. | When you know the people you're begging from, it's mooching. |
Αν έχεις τόσα λεφτά γιατί ζητιανεύεις για μία βότκα; | If you can afford it, why beg for a vodka? |
Γιατί δεν δουλεύεις ρε αντί να ζητιανεύεις; | Why don't work instead of begging? |
Γυναικείο περιοδικό θα το δημοσιεύσει ή κάποιος θα ρίξει κάνα νόμισμα στο δοχείο που θα ζητιανεύεις. | A woman's magazine will publish it or someone will drop a coin in your begging bowl. |
- Γιος αξιωματικού να ζητιανεύει σαν άπορος; | - Officer's son begs like a pauper? |
Αυτός που διαφέντευε μια πόλη, ζητιανεύει στον δρόμο. | He who was the master of a city begs in the gutter. |
Μα εδώ ζητιανεύει και ίσως πουλάει και το κορμί της για να ζήσει. | Here she begs and perhaps sells herself. |
Ο Henry ζητιανεύει και ο Jack χαιρετάει με το κούφιο του κεφάλι. | Henry begs and Jack salutes to his empty head. |
- Μα δεν μπορούμε να ζητιανεύουμε. | But we can't beg for money. |
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια δουλειά, έτσι δεν θα πρέπει να ζητιανεύουμε για χρήματα. | What we need is a job so we don't have to beg for money. |
Αύριο θα ζητιανεύουμε στο πάρκο. | Tomorrow we'll beg in the park. |
Δεν με νοιάζει αν χρειαστεί να ζητιανεύουμε στους δρόμους. | I don't care if I have to beg with you on the streets. |
Αν ζητιανεύετε, θα φωνάξω την αστυνομία. | I beg your pardon. If you beg around here, I'll call the police. |
Δεν μπορείτε τότε, να ζητιανεύετε. | You can't just beg for money. |
Κυρία Όσμπορν, δεν έχετε άδεια για να ζητιανεύετε εδώ. | Goody Osborne, you have no permission to beg here. |
Πώς τολμάτε να ζητιανεύετε χρήματα; | How dare you beg for money? |
- Γεια σας, δεσποινίς Φλόρι. Μήπως είδες τρεις άνδρες εδώ γύρω να ζητιανεύουν για νερό; | If I'd seen anything like pants around here... they wouldn't have had to beg for anything. |
Άνθρωποι που νυχοπατάνε και δεν είναι διακριτικοί, ζητιανεύουν την προσοχή. | People who tiptoe and not being considerate are begging for attention. |
Ίσως μπορώ να καλέσετε σε ένα υπέρ, ζητιανεύουν για παράταση, πείτε 'em ήταν κάποιο είδος ατυχήματος απροσδόκητη επιτυχία, | Maybe I can call in a favour, beg for an extension, tell 'em it was some kind of fluke accident, |
Όταν μπουν σε μια πόλη, ζητιανεύουν από σπίτι σε σπίτι. | When they enter a town, they beg from house to house. |
Δε ζητιάνεψα για τίποτε στη ζωή μου και δεν πρόκειται να ξεκινήσω τώρα... | No way, I'm not a begger. Never begged for anything in my life and I'm not going to start now... |
Πρέπει να ζητιάνεψες από πρίγκιπα σήμερα. | You must have begged from a prince today! |
Ότι θα σε κουβαλούσα αγκαλιά μέσα στους δρόμους, με αέρα και βροχή ζητιανεύοντας φαγητό και ρούχα απλώνοντας το χέρι στη συμπόνια των ανθρώπων και φωνάζοντας "Ακούστε το λυπητερό μου τραγούδι! | That I would have to carry you through the streets in the wind and rain begging for food and clothing at the mercy of people's sympathy and crying "Listen to my sad song! |
Ακόμα και αν χρειαστεί να γυρίσω τους δρόμους του Μάντσεστερ ζητιανεύοντας, θα το κάνω. | If I have to walk the streets of Manchester with a begging bowl, I'll do it. The fundhng whll be there. |
Γιατί να θέλει κανείς να παραιτηθεί από τις απολαύσεις του κόσμου να περιπλανάται στην ύπαιθρο, ζητιανεύοντας; | Why should anyone want to give up the pleasures of the world to wander the countryside, begging? |
Θα βγάλουμε περισσότερα χρήμματα ζητιανεύοντας. | We make more money begging. |