Γυναίκες, ο άνθρωπος που ευνουχίζει τα γουρούνια είναι εδώ! | Women, the man who castrates the pigs is here! |
Είναι εδώ, ο άνθρωπος που ευνουχίζει τα γουρούνια! | The man who castrates the pigs is here! |
Σας παρακαλώ, μην ευνουχίζετε τον ταύρο | ♪ please don't castrate the bull ♪ |
"Ίσως έρχονται εδώ κάτω, σας ευνουχίζουν, σας ισιώνουν τα δόντια και την κάνουν." | Maybe they'll come down, castrate you, straighten your teeth and split. |
Δεν "ευνουχίζουν" ιερωμένο, σε περίπτωση που... Σε περίπτωση που τι; | They don't castrate clergy, just in case. |
Είναι κρίμα που πάντα ευνουχίζουν τα σπιτίσια σκυλιά. | Too bad. Lap dogs are always castrated. |
Λένε ότι οι φυλές εδώ γύρω ευνουχίζουν τα θύματά τους. | I heard that the tribes of this area castrate their victims. |
Μήπως σας ευνουχίζουν όλα τα αγοράκια στο σχολείο σας; | Do they, like, chemically castrate you boys over at that school? |
- Εγώ ο ίδιος τον ευνούχισα. | I personally castrated him. |
Θα πουν ότι ευνούχισα έναν αστυνόμο. | They'll say I castrated a policeman. |
Λοιπόν, σήμερα ευνούχισα ένα μοσχάρι. | Well, earlier today I castrated a calf. |
Στο τέλος, τον ευνούχισα αλλά ήταν πολύ αργά. | And then, eventually, I had him castrated, but it was too late. |
Δεν μπορούσα να πιστέψω το πώς ευνούχισες τον καημένο τον Ρόνι. | I couldn't believe the way you castrated that poor Ronnie guy. You know what? |
Που δεν ευνούχισες τον άχρηστο τον γιο σου... - μόλις ανακάλυψες τι ήταν. | It was not having... that worthless son of yours castrated as soon as you found out what he was. |
Τον ευνούχισες! | You castrated him. |
Εγώ είμαι το θύμα, εγώ προδόθηκα, αυτός ευνούχισε την αξιοπρέπειά μου, σαν γυναίκα και σύζυγο. | I am the victim here, I was betrayed, he castrated me, of my dignity as a woman and a wife. |
Η προ-προ-προγιαγιά σου, η Χίλντα με αυτό το ξίφος, ευνούχισε ένα Υπερήφανο Σαρκοβόρο. | Your great-great-grandmother hilda, with this blade, castrated a rotznasig carcaju. |
Θυμάσαι το κυνήγι της αρκουδας όταν ο Nicolas με " ευνούχισε" | Remember the bear hunt, when Nicolas "castrated" me? |
Μάικλ, θυμάσαι εκείνο τον Ελληνικό μύθο που μου διάβαζες, για το θεό που εξόρισε όλα του τα παιδιά στον Κάτω Κόσμο, και πώς ο μικρότερός του γιος για να τον εκδικηθεί, τον ευνούχισε μ' ένα δρεπάνι; | TYLER: Hey, Michael, remember that Greek myth you read to me about the god who banished all his children to the underworld, and how his youngest son, to get even, castrated him with a sickle? |
Ο κ. Ντίβατς μας ευνούχισε τον εαυτό του. | Our Mr. Divac castrated himself. |
Όταν σε ευνούχισαν σου πήραν και τ' αρχίδια; | When they castrated you, did they take the pillar with the stones? |
Εδώ είναι όπου τον ευνούχισαν! | This is where they castrated him. |
Με ευνούχισαν! | They castrated me! |
Σε ευνούχισαν. | They castrated you. |
Το 1916 κατά την διάρκεια δείπνου προς τιμήν του, τον δηλητηρίασαν, τον πυροβόλησαν, τον μαχαίρωσαν, τον γρονθοκόπησαν, τον ευνούχισαν και τελικά τον έπνιξαν. | In 1916, at a dinner in his honor he was poisoned, shot, stabbed, clubbed castrated and finally drowned. |
Ευνουχίστε τους, ευνουχίστε τους όλους | Castrate 'em, castrate 'em all |
Πέρασα ένα καλοκαίρι ευνουχίζοντας πρόβατα στη Μοντάνα. | I spent a summer castrating sheep in Montana. |
'Επρεπε να σε είχαμε ευνουχίσει! | I wish we'd castrated you when we had the chance. |
Η σύζυγός μου πιστεύει ότι η Μαντάμ έχει ευνουχίσει τον Τσανγκ. | My wife thinks Madame Shiang has castrated. |
Παραλίγο να ευνουχίσει έναν τύπο με τον καθετήρα! | Nearly castrated a guy with a catheter. Mm. |
Τον έχω ευνουχίσει. | I castrated him. |
Τον είχα εδώ και πολύ καιρό ευνουχίσει, αλλά ... | I had him castrated long ago, but... |