Όυτε καν τον επιπλήττεις. | You barely reprimanded him. |
Δίκαια με επιπλήττεις, όμως, σε παρακαλώ, μην με παρεξηγείς. | I am justly reprimanded but, pray, don't misunderstand me. |
Λοιπόν, θεωρώ ότι με επιπλήττεις το λιγότερο αυτή τη στιγμή. | Well, I considered myself, at the very least, reprimanded. |
Με ευχαριστείτε ή με επιπλήττετε; | Are you thanking me or reprimanding me? |
Αυτή είναι η τρίτη φορά φέτος που σε επιπλήττουν στο δικαστήριο. | That is the third time this year you've been reprimanded in court. |
Παίρνω τη δουλειά μου πολύ στα σοβαρά, Γκάστερ, και δε μου αρέσει να με επιπλήττουν. | - I take my job very seriously, guster, And I don't like being reprimanded. |
'Εκανε ένα χαζό λάθος και τον επέπληξα, αυστηρότατα. | He made a stupid mistake and I've reprimanded him, severely. |
Ήταν η Σάνραιζ αυτή που επέπληξα. | It was Sunrise who I reprimanded. |
Και να σκεφτεί κανείς ότι επέπληξα την κα. Pinelli που είχε αμφιβολίες για το αν η δικαιοσύνη είναι δίκαιη... Τί είπαν οι Γάλλοι; | To think I reprimanded Mrs. Pinelli for having doubted that justice is just... |
Μόλις σε επέπληξα για την παράλειψή σου να παραβρεθείς στην εκπομπή σου... το οποίο δεν θα το ξανακάνεις. | I have just reprimanded you for failing to attend your own programme which you will not do again. |
Την επέπληξα και ελπίζω ότι θα πείτε κάτι στον κύριο Τρέβορ. | She's been reprimanded and l hope you will have something to say to Mr Trevor. |
Ο Μπιλ Ντόιλ τότε επέπληξε ή απείλησε τον Τζούνιορ επειδή προειδοποίησε άλλους εργαζόμενους σχετικά με τη σκόνη άνθρακα; | Bill Doyle then reprimanded or threatened Junior for warning other workers about the coal dust? |
Τον επιπλήξαμε για αυτό.Πως την έλεγαν; Ποιαν; | We reprimanded him. |
'Οταν το'κανα με επιπλήξατε ότι σας κάνω ειδική μεταχείριση. | When I gave you yours first last month, you reprimanded me for giving you special treatment. |
Έμαθα πως σε επέπληξαν από τα Κεντρικά για το πρόσφατο περιστατικό. | I heard that the Headquarter reprimanded you for the recent incidence. |
Όταν επέπληττα την τάξη χθες, ο Φλιν σήκωσε το χέρι του και ρώτησε... αν είχα κακή διάθεση εξαιτίας της "πυραμίδας" μου. | When I was reprimanding the class yesterday, Flynn put up his hand and asked if the reason I was in a bad mood was because I was due for my pyramid. |
Ήταν ένα λάθος και έχω ήδη επιπλήξει τον εαυτό μου. | It was an honest mistake and I consider myself reprimanded. |
Η κυρία Ταφτ είπε ότι σε έχει επιπλήξει τρεις φορές επειδή φορούσες ακουστικά ενώ έκανε μάθημα. | Mrs. Taft said she's reprimanded you three times for wearing headphones while she was teaching. |
Η συμπεριφορά του κ. Denko του ήταν εξωφρενική και είχε επιπλήξει από τον δικαστή . | Mr. Denko's conduct was outrageous and he was reprimanded by the judge. |
Την έχω επιπλήξει, αλλά δεν το φέρνει. | I have reprimanded her, but she will not fetch it. |