Δε θέλω να εξηγώ ό,τι δεν εξηγείται. | l don't want to explain what you can't explain. |
Μετά από 15 χρόνια, ακόμα πρέπει να σου εξηγώ ότι είναι δουλειά, να κερδίζω αυτό το τρόπαιο. | After 15 years, I still have to explain to you this is work, winning this thing. |
Του είπα ότι δεν είχα χρόνο να του εξηγώ, και ότι μπορεί να έρθει να δει μόνος του. | I told him I didn't have time to explain... And why didn't he just come and find out for himself? |
Oλόκληρη ιστορία, πού να σου εξηγώ τώρα! Και πίστεψέ με, όσο λιγότερα ξέρεις, τόσο το καλύτερο. | It's too long to explain, and the less you know, the better. |
Μου αρέσει να εξηγώ την τεχνική μου. | I like to explain my techniques. |
Ήρεμo σαν τη Γη. Πώς όμως τo εξηγείς; | Peaceful as Earth, but how do you explain it? |
Πώς το εξηγείς αυτό; - Η μαμά μου δεν είναι η μόνη... | How do you explain that? |
Πως εξηγείς την γέφυρα; | How do you explain the bridge falling through? |
- Δεν χρειάζεται να μου εξηγείς. | - You don't need to explain to me. |
Τότε πως εξηγείς το αποτύπωμα σου, στον υπνόσακο της Χάνα; | Then how do you explain your fingerprint on Hannah's sleeping bag? |
Αυτό εξηγεί την χαριτωμένη σου ψευτοπαλληκαριά. | Well, that does explain your charming bravado. |
Λοιπόν, ας μιλήσουμε για το μυστηριώδες τμήμα "U." Γιατί δεν το εξηγούμε στους ενόρκους; Ρίξτε μια ματιά σε αυτό. | Let's talk about this mysterious section U. Let's explain it to the jury. |
Σταματάμε να ξοδεύουμε το χρόνο μας, και επιστρέφουμε στη Ρώμη. Και τους εξηγούμε ότι η πλάκα τέλειωσε. | Let's stop this spending and you return to Rome... and explain that the fun is over. |
και να τους εξηγούμε. | and explain them. |
Παίρνουμε τις λίστες των ακροάσεων και εξηγούμε τους κανονισμούς στους μάνατζερ. | Every day we get the lineup cards... and then explain the ground rules to the managers. |
Πώς εξηγούμε τα μυστήρια της ζωής; | How do we explain the mysteries of life? |
Εξηγεί τα συμπτώματά σου που δεν εξηγούν τα άλλα σου ψέματα. | Explains all your symptoms that aren't explained by your other lies. |
"καλύτερα να δίνετε εξηγήσεις στον εισαγγελέα, γιατί πυροβολήσατε κάποιον, παρά να εξηγούν στην οικογένειά σας γιατί δεν το κάνατε". | why you shot a guy than have someone have to explain to your family why you didn't. |
Φύτρωνε κοντά στο σπίτι που ζούσα όταν ήμουν παιδί... αλλά ούτε το αφέψημα ούτε οι βοτανικοί στοχασμοί σου... εξηγούν τον λόγο που φτιάχνεις νέα δαχτυλίδια φεγγαριού. | The plants grew wild near my boyhood home, but neither the tea nor your botanical musings explain the reason why you've taken it upon yourself to forge new moonlight rings. |
Οι πνεύμονες εξηγούν την καρδιά. | The lungs explain the heart. |
Κάποιοι πιστεύουν πως η Θρησκεία ξεκίνησε ως ένας τρόπος για να εξηγούν οι αρχέγονες φυλές τα φυσικά φαινόμενα. Τη φωτιά, τον άνεμο, την βροχή. | Some people think that religion began as a way for primitive cultures to explain natural phenomenon-- the fire, the wind, the rain. |
Θα μιλήσω στον Τοντ και μετά θα εξηγήσω στην πρώην γυναίκα σου τι... | I will talk to todd,and then i will explain to your ex-Wife exactly what... |
Κύριε Πρόεδρε, γενικά, θα εξηγήσω, και θα αποκαταστήσω την εμπιστοσύνη σας στο πρόσωπό μου. | Mr. President, general, I will explain, and I will rebuild your trust in me. |
Δώσε μου ένα λεπτό και θα εξηγήσω. | Now, just give me a minute and I will explain. |
Εντούτοις, θα εξηγήσω τα συνεχή ψέματα που χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα για να συλληφθούν οι φίλοι μας τουλάχιστον, εκείνους που οι πατεράδες τους δεν είναι σημαντικοί. | I, however, will explain the constant lies used as a pretext... to arrest our friends, at least, those whose fathers are not important. |
-Εγώ θα εξηγήσω. | -I will explain. |
Ο Εισαγγελέας εδώ θα εξηγήσει... | Prosecutor here will explain... |
Η δις Άιβς θα εξηγήσει τις λεπτομέρειες, όπως αυτή νομίζει καλύτερα. | Whatever it is, yes. Ms. Ives will explain the details as far as she sees fit. |
Ο ευυπόληπτος δήμαρχος μας, θα εξηγήσει τους κανόνες. | And now our esteemed mayor will explain the rules. |
Ω, ο δικαστής θα εξηγήσει όλα αυτά όταν είστε καταδικάστηκε. | Oh, the judge will explain all that when you're sentenced. |
Η Δρ. Μοντγκόμερι είναι καθ' οδόν, και θα εξηγήσει τα πάντα. | Dr. Montmery is on her way, and she will explain everything. |
Τώρα θα εξηγήσουμε τους νόμους του Βασιλιά, στον πράκτορα του. | Now, we will explain the king's espionage laws to his agent. |
Οι εκπεδευτές θα εξηγήσουν τα λάθη. | Instructors will explain the mistakes. |
Ναι, σου εξήγησα ότι ο μόνος τρόπος να σταματήσει το κακό... από τη δημιουργία του είναι να αντιστραφεί... το αποτέλεσμα του αστρολάβου. | Yes, I've explained the only way to stop the evil from being created is to reverse the effect of the astrolabe. |
Συγγνώμη, Δρ. Γκρέιντζερ, εξήγησα στην κα Τάνιος... | I apologise, Dr. Grainger, I did explain to mrs. Tanios... |
Μέσω ενός φίλου γνώρισα τη Λία Μάκαρτ. Της εξήγησα την κατάσταση και υποσχέθηκε να έρθει. | Through a friend of mine I met Lea Makart and explained what happened and she promised to come |
Νομίζω ότι δεν σας εξήγησα καλά. | I think I didn't explain myself well. |
Εγώ μόλις το εξήγησα στο στρατό, κατάλαβαν και με πέρασαν. | I've just explained to the army, they understood and passed you. |
Δεν μου εξήγησες ποτέ... | You never explained. |
Κι εσύ εξήγησες σε μένα. | And you explained me instead. |
Δηλαδή εσύ κι η Λίμπι το συζητήσατε και έτσι της το εξήγησες; | So you and Libby have discussed this, and this is how you've explained this to her? |
- Του εξήγησες για τη Χαβάη; | - Did you explain about Hawaii? |
Το εξήγησες τόσο καλά, που το κατάλαβα για πρώτη φορά. | You explained it so well, l understood it for the first time |
Ο Ντένις σας εξήγησε την ύπαρξη πυρίτιδας... και σίγουρα η αδερφή του θα επιβεβαιώσει πού ήταν. | You know what? Dennis has explained to you about the gunpowder and his sister will vouch for his whereabouts And he's a minor |
Κέλκαρ, εξήγησε φίλε μου. | KeIkar, try to explain to her. |
Αλλά ο Simon εξήγησε γιατί. | But Simon explained why. |
Να σου πω, πριγκίπισσα Dianna για εξήγησε μου κάτι. | Oh, Lady Di, explain this to me. |
Γιατί νόμιζα σου εξήγησε ότι ερευνώ μία υπόθεση για την Εταιρεία Άστερ, και εξαιτίας τής πρόσφατης ρήξης που είχες μαζί τους, ήλπιζα να με διαφωτίσεις για το εσωτερικό τής επιχείρησης. | Because I would have thought that your friend would have explained to you that I'm investigating Aster Corps for a story, and that, because of your recent fallout with them, I was hoping that you could give me some insight into their inner workings. |
Σας εξηγήσαμε σχετικά με την ακτινoβoλία. | We've explained the Berthold rays to you, and their effect. |
"Όταν εξηγήσαμε τους περιορισμούς, μόνο 50 υπέγραψαν." | "By the time we explained all the limitations of the car to them only 50 would sign up." |
Και τότε του εξηγήσαμε αρκετά απλά πως γνωρίζαμε την κατάστασή του. | And then we explained to him quite simply... that we knew what his situation was. |
Του τα εξηγήσαμε όλα, και όταν τελειώσαμε, κάτι απίστευτο έγινε. | So we explained everything to him, and when we were done, something amazing happened. |
- Δεν εξηγήσαμε τους κανόνες. | - We haven't explained the rules. - Right. |
Του εξηγούσα... | I was explaining... |
Της εξηγούσα την διαδικασία της κατευθυνόμενης δωρεάς. | I was explaining the directed-donation process. |
Μου εξηγούσες πώς εσύ, η διευθύντρια μου, επέτρεψες σε κάποιο να με σκίσει! | You were explaining to me how you, my manager, allowed someone to rip me off! |
Συγνώμη , δε ρωτάω, αλλά μου εξηγούσες γι' αυτόν και σκέφτηκα ότι είχες την πρόθεση να μου πεις. | I'm sorry. I wasn't asking, But you were explaining about him, |
Αρνήσου ότι το είπες. Δεν υπάρχει κάποιο χαρτί... Λοιπόν, μαμά, μου εξηγούσες... | There's no paper tr... so, mom, you were explaining... |