Ωστε, εξακολουθείς να δουλεύεις το Mandares. | So, you continue to work Mondaresa. |
Χάσαμε την επαφή με τον Μεσσία... αν και εξακολουθούμε να τον εντοπίζουμε οπτικά. | We've lost communication with the Messiah spacecraft, although we continue to track it visually. |
[Οι άνδρες εξακολουθούν πειράγματα] | (men continue banter) |
Αν σας δώσω περισσότερο χρόνο θα εξακολουθήσω να βλέπω αρνητικές επιπτώσεις στον ισολογισμό. Οπότε... σας εύχομαι κάθε επιτυχία σε μια λιγότερο απαιτητική εταιρεία. | well, you know, if i give you more time, that will continue to reflect negatively on luthorcorp's balance sheets. so i, um... i wish you and your people much success with a less demanding company. |
Αν συνεργαστείς, θα εξακολουθήσω να το κάνω. | If you cooperate, I will continue to do so. |
Λέτε ότι θα εξακολουθήσει να έχει ιδιωτικό δωμάτιο? | You're saying that she will continue to have a stage room? |
Και πρόκειται να σας μεταφέρω, την προσωπική εγγύηση του Φύρερ ότι η ουδετερότητα του Βατικανού θα εξακολουθήσει να είναι σεβαστή. 00:04:22,735 -- 00:04:25,614 Σε αντάλλαγμα, θα ζητούσα, η Αγιότητά σας, να επιβεβαιώσει | And I'm to convey the Fuhrer's personal guarantee that Vatican neutrality will continue to be respected. |
Το δικό μου έχει, και θα εξακολουθήσει να μου παρέχει ώρες ξεκούραστου ύπνου και ευχαρίστησης. | Mine has and will continue to provide me with hours of restful sleep and pleasure. |
Η ύπαρξή σας θα εξακολουθήσει να υφίσταται. | Your existence will continue. |
Η ύπαρξή σας θα εξακολουθήσει να υφίσταται.' | Your existence will continue. |
Γι'αυτό θα εξακολουθήσουμε να συνεργαζόμαστε άψογα. | I'll leave that to you. That's why we will continue to work well together. |
Ότι θα εξακολουθήσουμε να δημοσιοποιούμε τις αδικίες. | McClarenTruth will continue to expose injustice. |
Οι χήνες θα εξακολουθήσουν να τρέφονται από την τούνδρα μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, οπότε θα πρέπει να κατευθυνθούν νότια για να ξεχειμωνιάσουν. | The geese will continue grazing the tundra until the summer ends and they're forced to head south for the winter. |
Με αυτή τη σκέψη στο μυαλό μου εξακολούθησα να ατενίζω το τοπίο από το παράθυρο για πάντα. | Just thinking that, as always, I continued watching the scenery outside the window. |
Εσύ εξακολούθησες να περιμένεις τον 3ο Παγκόσμιο Πόλεμο. | You continue to wait around for World War IIl. |
Ωστόσο το γαλλικό κι' ισπανικό καράβι εξακολουθήσανε το δρόμο τους κι' ο Αγαθούλης εξακολούθησε τις συζητήσεις του με το Μαρτίνο. | The French and Spanish ships continued their cruise, and Candide and Martin their conversation. |
— Δε σας εκπλήσσει πολύ, εξακολούθησε ο Αγαθούλης, ο έρωτας αυτών των δυο κοριτσιών της χώρας των Αυτιάδων για τις δυο μαϊμούδες, που σας έχω μιλήσει; | "Are you not surprised," continued Candide, "at the love which the two girls in the country of the Oreillons had for those two monkeys? -You know I have told you the story." |
Παρ'όλο τον όλεθρο που δημιούργησε η εταιρεία Ομπρέλα εξακολούθησε να πειραματίζεται με τον θανάσιμο ιό. | Despite the apocalypse they had created the Umbrella Corporation continued to experiment with the deadly virus. |
Ά Η γη εξακολούθησε στροφή Ά | ¶ The earth continued turning ¶ |