- Γιατί δεν την διώχνεις; | - Why don't you send her away? |
- Γιατί με διώχνεις συνέχεια. | You keep sending me away. |
- Γιατί συνέχεια με διώχνεις. | - you keep sending me away. |
- Δεν διώχνεις και τον Στόουν. | Well, you're not sending Stone away. |
O σωλήνας για τη χώνεψη και μετά διώχνει ότι μένει | ♪ it's a tube that digests ♪ ♪ and then sends out the rest ♪ |
Έφερα άλογα κι ο πατέρας σου με διώχνει. | I brought many horses but your father sends me away! |
Κανείς δε με διώχνει εμένα. | No one sends me away. |
Κανείς δεν διώχνει έναν σούπερ ήρωα. | Nobody sends back a superhero. |
- Αν κινδυνεύει, γιατί τη διώχνουμε; | If she is in danger, why are we sending her away? |
- Δεν σε διώχνουμε. | - We're not sending you away. |
Ακολουθούμε το σχέδιο, ο μικρός τελειώνει τη ζωγραφιά, τον στέλνουμε στη Νέα Υόρκη, τον διώχνουμε απ' το Καρμέλ. | We stick to the plan, the kid finishes the painting, we send him off to New York, get him out of Carmel. |
Δεν πρέπει να είμαστε σκληροί μαζί τους, πρέπει να τα διώχνουμε ήσυχα. | You must never be rough with them. You must always send them away quietly. |
- Γιατί τους διώχνετε; | Why do you send them away? |
- Σας παρακαλώ, μην μας διώχνετε. | - Please, don't send us away. |
Άνθρωπε, τον διώχνετε έτσι απλά; | Man, you are sending him off in grand fashion? |
Αρχόντισσα Τσόι, γιατί δεν διώχνετε αυτόν τον άνδρα; | Lady Choi, why aren't you sending that man away! |
Αυτοί οι κλέφτες μετάλλων πλέον πουλάνε τα αμάξια για παλιοσίδερα ... τα λιώνουν και τα διώχνουν ... | These metal thieves these days, man, they sell the cars for scrap... crush them, send them off... |
Βασικά με διώχνουν με τις κλοτσιές | They're trying to send me away. |
Θέλω μόνο να σε ενημερώσω... ότι θα αρχίσουν να διώχνουν κάποιους τώρα. | I just want to give you a heads up. They're going to start sending a few people home now. |
Και διώχνουν και εμάς γιατί απλά τον βρήκαμε. | They're sending us away because we found him. |
- Όχι, από τότε που την έδιωξα. | Not since I sent her away. |
- Δεν έδιωξα εγώ την Έλι. | I'm not the one that sent Ellie away. |
- Δεν σ' έδιωξα. | Well, I haven't sent you away. |
- Και τον έδιωξα. | And I sent him away. |
- Γιατί την έδιωξες; | - Why you sent her away? |
- Εσύ η ίδια τα έδιωξες απ' το σπίτι. - Και τα έφερα πίσω. | You yourself sent them out of the house. |
- Με έδιωξες. | You sent me away. |
- Την έδιωξες; | You sent her away? |
"Και ο Αβραάμ σηκώθηκε νωρίς το πρωί... και πήρε ψωμί και ένα ασκί νερό και το έδωσε στην 'γαρ... βάζοντάς τα στον ώμο, καθώς και το παιδί, και την έδιωξε. | "And Abraham rose up early in the morning... "and took bread and a bottle of water and gave it unto Hagar... "putting it on her shoulder and the child and sent her away. |
'Ενας μπουλούκος λοχιας έδιωξε το φορτηγό του Μπάρνσμπι. | Some great ape of a sergeant, he's sent Barnsby's truck away. |
- Όπως σας έχω ήδη πει. - Υπέροχη ιστορία, κ. Χορούν, αλλά αν ο Φινκ σας έδιωξε με άδεια χέρια, πώς έχετε τον πίνακα; | (Beckett) That's a great story, Mr. Harun, but if Fink sent you away empty-handed, why do you have the painting? |
- Η δις Σούζαν με έδιωξε. | Miss Susan sent me away. |
- Ναι, προς το παρόν. Αλλά αν ο τύπος ήταν μολυσμένος διώξαμε έναν κινούμενο φορέα. | Yeah, for now, but if that guy was infected, we just sent a walking vector out that door. |
Αυτούς που δεν διώξαμε ή τους δώσαμε σπαθί, τους στρατολογήσαμε και τους στείλαμε, στα σύνορα της αυτοκρατορίας. | Those we didn't expel or put to the sword, we conscripted and sent to the furthest limits of the empire. |
Τους διώξαμε. | We sent them away. |
Άφησε την αγαπημένη της σοκολάτα, γιατί εσείς τη διώξατε. | This was her favorite chocolate. Because you sent her away, there's more for you. |
Είμαι εδώ ολομόναχη... τους διώξατε όλους και ο γιος σας επέστρεψε. | I'm here alone. You've sent everyone away and your son has come back. My heart is softened, but he'll not molest you. |
Είμαστε όλα τα παιδιά που διώξατε στη θάλασσα. | It's all the boys you sent drifting. |
Θέλω να γνωρίζω γιατί διώξατε τη μητέρα μου. | I want to know why you sent my mother away. |
- Όχι. Μας έδιωξαν όλους, για να δούμε την ομιλία του Προέδρου. | Uh, no, they sent everybody home early to watch the President's speech. |
- Αυτός ήταν ο λόγος που σε έδιωξαν; | Is that why you were sent away? |
- Γι' αυτό έδιωξαν τον πάτερ Σέι; | That's why Father Shea was sent away. |
- Εμένα μ'έδιωξαν απ'το Κεμπριτζ. | I got myself sent down from Cambridge. |
- Με έδιωχνες. | - Shhh. - You were sending me away. |
- Θυμάσαι τη μέρα που θα σ' έδιωχνε; | You remember the day he told you he was sending you away? |
Ότι δεν έχει πια καμία αίσθηση να μένεις στο μέρος που η ιδέα για την ταινία μ'έφερε, η οποία ίδια ιδέα μ'έδιωχνε μακρια η αναζήτηση μιας κοπέλας για προσοχή... που... η τόση απελπισία μπαίνοντας στο μαγαζί | and from which the same idea was sending me away. The girl's look of... awareness which had so struck me on entering the shop. |
- Μέμνετ, διώξε τα κορίτσια. | - Memnet, send the girls away. |
Ανέλαβε την ομάδα πυρός και διώξε τους ενοίκους. | You take charge of the firing party. I'll send the men in to you. And clear the people out of the houses you occupy. |
Βάλε το τηλέφωνο στη θέση του, διώξε τις πόρνες, ντύσου. | - Put the phone on the receiver, send the hookers home, and get dressed. |
Βγες έξω και διώξε τους άλλους! | Go outside and send the others away. Everybody! |
Απλά δηλωθείτε σαν κηδεμόνας και διώξτε τον με τον λόγο ότι δυσκολεύεστε να τον φροντίσετε. | Just consider yourself as a protector, and send him out due to difficulty in caring. |
Αυτός ο άντρας ο σύζυγός μου θέλω να μείνω μαζί του, αλλά αν δεν γίνεται, ...διώξτε εμένα και αφήστε τον ελεύθερο. | This man... My husband. I want to stay with him, but if I cannot, please send me away, and let him be free. |
Δώστε του λίγα κέρματα και διώξτε τον, πριν γίνει ενοχλητικός. | Give him a few coins and send him away, before it becomes troublesome. |
Επικεντρώστε την προσοχή σας και διώξτε το. | Let's really focus and send this one out, OK? |
- 'Αμα θά έρθει ό κύριος, θά τού πώ νά σέ διώξει! | When the master comes, you'll be sent packing. - I am packing. |
Έπρεπε να με είχες διώξει, όσο ακόμα μπορούσα να φύγω. | You should've sent me away when I might've gone. |
Έπρεπε να σας είχα διώξει. | I should have sent you away. |
Έστειλα τον Ράμσεϋ, το μπάσταδο γιο μου να τους διώξει. | I sent my bastard Ramsay to root him out. |
Κι αν η ασθένεια δεν σταματήσει διώχνοντας τα παιδιά? | What if sending the children away doesn't stop the disease? |
Σε λιγότερο από μια εβδομάδα, Αυτή η δυαδική θεραπεία εξαφάνισε τις ψευδαισθήσεις του διώχνοντας αυτόν τον άντρα μακριά... | In less than a week, this binary treatment vanquished Billy's delusions, sending this "man made of nails" back to whatever synapse misfiring he came from. |