- Δεν θέλω να το διαφημίζω ειδικά μ' αυτά που νιώθουν μερικοί κάτοικοι για 'μάς. | - Oh, I don't like to advertise it, especially the way some people feel about us here in town. |
-αλλά δεν το διαφημίζω. | I sleep alone these days, too, but I am not about to advertise it. |
Δε θεωρώ ότι είναι απαραίτητο να το διαφημίζω. | I don't find it necessary to advertise that. |
Δεν μου αρέσει να διαφημίζω τις αποτυχίες μου. | I don't like to advertise my failures. |
- Δεν είναι κάτι που θα πρεπε να διαφημίζεις Κέρτ. | - That's not something you need to advertise, Kurt. |
Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι απαραίτητο να το διαφημίζεις.Μια απλή έκφραση είναι. | This means that it is unnecessary to advertise. |
Δεν είναι από αυτά που τα διαφημίζεις... στο λεωφορείο. | It's not something one advertises on a billboard... or on the side of a bus. |
Δεν είναι κάτι το οποίο διαφημίζεις. | This is not something you advertise. |
Δεν είναι σοφό να διαφημίζεις τις αδυναμίες σου. Σωστά, Κλαρκ; | It's not wise to advertise our vulnerabilities, is it, Clark ? |
- Όταν, αυτή διαφημίζει, Πως ελέγχει κάθε ένα από τα ζώα της, και είναι η μοναδική που το κάνει... | –When she advertises that she tests every single one of her cows, but she's the only one who does so... |
Όχι δεν είναι κάτι που διαφημίζει. | - Well, no, it's not something she advertises. |
Αλλά αυτή η αρτοποιός διαφημίζει στον κόσμο ότι φτιάχνει γαμήλιες τούρτες... και πουλάει αυτές τις γαμήλιες τούρτες σε οποιονδήποτε... απλώς όχι στους ομοφυλόφιλους. | But this baker advertises to the public that she makes these wedding cakes, and she will sell these wedding cakes to anyone, just not gay people. |
Κάνε τον να ενθουσιαστεί για να διαβάσει τώρα, και ίσως να μην πρέπει να πάει σε κολλέγιο που διαφημίζει η τηλεόραση. | Get him excited enough to study now, and maybe he won't have to go to a college that advertises on TV. |
Κυνισμός, ο μανδύας που διαφημίζει την αδιαφορία μας... και κρύβει τα ανθρώπινα συναισθήματα | Cynicism, that cloak that advertises our indifference... and hides all human feeling. |
Από τώρα και στο εξής, όταν τρώνε σοκολάτα- κι εννοώ τη μάρκα που διαφημίζουμε- δε θα νιώθουν το ίδιο. | From now on, when people eat chocolate- I mean the brand we advertise- they will not feel the same. |
Αφού βρισκόμαστε εδώ για να κερδίσουμε τον πόλεμο δε συμφέρει να διαφημίζουμε πως ένας ανώτερός μας είναι παράφρων. | Presuming we're over here to try to win the war it wouldn't pay to advertise that one man we're working for is a lunatic. |
Γιατί, αν είναι να το ανεχτούμε, γιατί δεν το διαφημίζουμε; | Because if we're going to stand for this, hell, let's advertise. |
Δεν διαφημίζουμε πως σκοτώσαμε κάποιον. | We don't advertise we've killed someone |
Δεν είμαι σίγουρος ότι θα πρέπει να διαφημίζουμε την αδιακρισία μας. | I'm not sure we should advertise our... indiscretion. |
Ώστε το διαφημίζετε σαν ποτό διαίτης; | So it's advertised as a diet drink? |
Δεν το διαφημίζετε. | You don't advertise. |
Κάθε ρεστοράν που διαφημίζετε σε παρμπρίζ και έχει ένα τύπο ντυμένο σάντουιτς, το πιο πιθανό είναι να μην είναι το καλύτερο στην πόλη. | Any restaurant that advertises on windshields and has a guy dressed as a hoagie is probably not the best in town. |
Κε Ντάλτον, προσέχετε πού διαφημίζετε την ταινία σας; | Mr. Dalton, are you careful where you advertise your movie? |
Μη διαφημίζετε φτηνή μπύρα όταν τους πουλάτε μια φαντασίωση. | Ok. And you don't want to advertise cheap beer when you're selling them a fantasy. |
"Ισπανική Μύγα", που διαφημίζουν σε περιοδικά για να προσελκύεις κορίτσια. | Spanish Fly, that stuff you see advertised in magazines that guys use to attract girls. |
...της TV που τα διαφημίζουν στην TV. | ...courses they advertise on TV. |
Ένα πολύ καλό ταξίδι. Γιατί δεν φοράτε ένα νέον σημάδι και να διαφημίζουν ότι είμαστε εδώ; | Why don't you wear a neon sign and advertise that we're here? |
Ήταν όπως το διαφημίζουν. | It was as advertised. |
Ίσως δεν το αγοράσατε, γιατί το διαφημίζουν με αυτόν τον τρόπο... | You may not have bought it, because this is how it's advertised. |
- Γεια χαρά. - Όπως το διαφήμισα, μάστανγκ μαχ 1 του 1970, άψογο. | - Like I advertised, 1970 mustang mach 1, mint. |
Tον πράκτορα που διαφήμισε ψευδώς το σπίτι στις Μπαχάμες. | The travel agent who falsely advertised the Bahamian beach house. |
Όχι όλα όσα διαφήμισε, όχι ακόμα μα αρκετά ως τώρα για να μας κοστίσει δις για να συμβαδίσουμε μαζί του. | Well, not everything he advertised, not yet. But enough to cost billions just to keep up with him. |
Μόλις τελειώσουμε το σώου στο Σικάγο θα κατασκευάσουμε το αυτοκίνητο που διαφημίσαμε. Τώρα μιλάς! | The minute we finish that show, we'll build the car we advertised. |
Το διαφημίσαμε παγκοσμίως. | We advertised worldwide. |
Βασικά διαφημίσατε ότι ήσασταν εδώ. | You basically advertised that you were out here. |
Ο Rick Strassman, διαφήμιζε σε ένα περιοδικό κάπου σχετικά με τους εθελοντές για μια συγκεκριμένη μελέτη στα ψυχοτροπικά και δεν ήξερα τη διαφορά DMT και STP εκείνο τον καιρό. | Rick Strassman, was advertising in some magazine somewhere about the wanting volunteers for a particular study in you know,psychotropic, and I didn't, didn't know DMT from STP at that time. |
- Ναι, οδηγούσε όλη μέρα... διαφημίζοντας την αντιπροσωπεία του μπαμπά του. | He used to drive around all day selling advertising for his dad's agency, picking out places to burn. |
Έβαλα αγγελία στην "Χρυσή Ευκαιρία" διαφημίζοντας τον εαυτό μου ως ερασιτέχνη ιδιωτικό ντετέκτιβ. | I put up this thing on Craigslist advertising myself as an unlicensed private detective. - I've had a few cases. |
Έχω αγγελία στην "Χρυσή Ευκαιρία"... διαφημίζοντας τον εαυτό μου σαν ερασιτέχνη ιδιωτικό ντέντεκτιβ. | I have an ad on Craigslist advertising myself as an unlicensed private detective. |
Ήθελα πολύ κόσμο στη κηδεία, έτσι έβαλα φυλλάδια στην Καβουροκαλύβα διαφημίζοντας δωρεάν φαγητό και δωρεάν ποτά για όλους όσους θρηνούν. | I wanted a big turnout at the funeral, so I put up a flyer at The Crab Shack advertising free food and free booze for all mourners. |
Υποτίθεται ότι ήταν αστείο, αλλά όταν πραγματικά το σκεφτόσουν, ο τύπος κάνει βόλτες... διαφημίζοντας τον εξευτελισμό του... | It was supposed to be funny, but when you really thought about it, this guy is driving around advertising his own humiliation. |
Και εσύ, είσαι τόσο καλός μεταφορέας όσο σ' έχουν διαφημίσει. | And you, you're as good a transporter as advertised. |
Ω, είναι η πρώτη φορά που ανοίγουμε Σαβ/κο, και μάλλον επειδή δεν το έχουμε διαφημίσει αρκετά. | This is the first time we're open on weekends. It's probably because we haven't advertised much yet. |