Αυτός ο τηλεπαθητικός... δεν θα έπρεπε να τον διαισθάνομαι σε τόσο μεγάλη απόσταση. | The telepath. I shouldn't be able to feel him at this distance. |
- Το διαισθάνεσαι όταν είναι κοντά; - Ναι. | - And you can feel when you are near? |
- Το διαισθάνεσαι; | You can feel it? |
Έτσι, όταν ήσουν παιδί, ακόμη και τότε μπορούσες να νιώθεις τα πράγματα, να διαισθάνεσαι ή τι; | So, when you were a kid, even back then, you could... you could feel things, sense things, or what? |
Αν το διαισθάνεσαι αυτό, τότε θα έχεις δίκιο. | Well, if that's the way you really feel about him, then you must be right. |
Αυτό απλά το διαισθάνεσαι ή έχεις αποδείξεις; Γιατί δεν μου είπες ότι έχεις τις τοξικολογικές του εξετάσεις; | Is this a feeling you're going with, or you have any proof? |
Και για να είμαι ειλικρινής, διαισθανόμαστε ότι είσθε όρνιο. | And to be honest, we feel you are sort of a dullard. |
Πρόσφατα αρχίσαμε να διαισθανόμαστε ότι η αρχηγεία του διαβόλου μας οδηγεί προς λάθος κατεύθυνση. | Recently we've begun to feel That the devil's leadership Is taking us in the wrong direction. |
Ίσως να το διαισθάνεστε ήδη. | You're probably feeling it already. |
Πείτε μου αν διαισθάνεστε ή νιώθετε κάτι. | Just tell me if you perceive or feel anything. |
Τo διαισθάνεστε ή τo συζητήσατε μαζί της; | Is that something that you feel or has it been discussed with Carmela? |
Το διαισθάνεστε, έτσι; | You feel it, don't you? |
Οι γυναίκες τα διαισθάνονται αυτά τα πράγματα. | Women feel these things it. |
Πάντα διαισθάνονται το φάντασμα της κ. Ράιλι. | They always feel when Mrs Reilly's ghost is at large, Sir, |
Όταν δεν επέστρεψε στο σπίτι, απλά το διαισθάνθηκα. | When he didn't come home, I just felt it. |
Τη μέρα που αρρώστησε, διαισθάνθηκα κάτι κακό... γιατί μια κουκουβάγια φώναζε όλη νύχτα. | The day she fell ill i felt something bad approaching because an owl chirped all night. |
Το διαισθάνθηκα. | I felt it. |
Τον διαισθάνθηκα εκεί. | l felt him out there. |
διαισθάνθηκα ότι όλα είχαν αλλάξει, και ότι δε θα ξαναγυρνούσε στο σπίτι. | I felt I knew that everything had changed, that he would never come home. |
Το διαισθάνθηκες ή το ένιωσες, αλλά δεν ήξερες πραγματικά, κι εγώ ήξερα. | Sensed it or you felt it, but you didn't really know, and I did. |
'ρα η κόρη σας άκουσε κάτι χθες το βράδυ και διαισθάνθηκε την παρουσία κάποιου χθες το βράδυ, σωστά; | Your daughter heard something this night and felt a presence in the cellar, is it well that? |
Θα λέει σε όλους ότι διαισθάνθηκε το έμφραγμα εκ των προτέρων. | Now she'll be telling everybody... That she felt the physical pain of the oncoming attack. |
Δεν είμαι στην πραγματικότητα ηθοποιός, αν και οι γονείς μου διαισθάνθηκαν πως είχα ταλέντο. | I'm not actually a performer, although my parents felt I had talent... |