Ένας γέρος διαβαίνει μέσα από ένα χωράφι σιτάρι. | An old man crosses through a field of wheat. |
Αγιότατε, μία παλαιά παροιμία συμβουλεύει να μην διαβαίνουμε γέφυρες, προτού να φτάσουμε εις αυτάς. | Your Eminence, there's an old proverb which councils us against crossing bridges before we come to them. |
Δεν υπάρχουν αυτοί που διαβαίνουν και ξαναδιαβαίνουν τα όρια; | Aren't there those who cross and recross the line? |
Φαντάζομαι αυτά τα ταλαιπωρημένα πόδια να διαβαίνουν ολόκληρη την Τζόρτζια. | Oh, just imagine these poor old feet of yours marched clear across Georgia. Marched? |
Οι Ρώσοι απελευθέρωσαν τη Βουδαπέστη, ενώ Δυτικά, οι συμμαχικές δυνάμεις διάβηκαν τον Ποταμό Meuse. | The Russians set Budapest free, while in the West, the Allied armies marched on and crossed the river Meuse. |
...περνά από το διάβα μου... | # ..crosses my path... |
Έτσι, όταν βρήκε ένα βιβλίο, που το σύμπαν τοποθέτησε στο διάβα του, το αποδέχτηκε ως έμπνευσή του. | So when he came across a book the universe had placed in his path, he was open to its inspiration. |
Αν η αρμάδα περάσει μέσω της Δίνης στην περιοχή της Όα, θα καταστρέψουν τα πάντα στο διάβα τους. | If his armada crosses the Maelstrom into Oan space, they will destroy everything in their power. |
Αυτός ο άνθρωπος μας κοιτάζει μέσα από το διάβα των αιώνων ένα φάντασμα που συντηρείται από το φως. | This man is staring at us from across the centuries... a ghost preserved by light. |
Αν διαβείτε αυτή τη γραμμή, είστε χαμένοι. | If you cross that line, you're gonna be lost. |
- Γλίστρησε διαβαίνοντας το κατώφλι. | He slipped crossing the threshold. |