Υπό κανονικές συνθήκες, η διαθήκη του αποθανόντα διαβάζεται μετά την κηδεία. | In an ordinary case, the will of a deceased person is read after the funeral. |
Όταν κάποιος πεθαίνει, το Μπάρντο Τοντόλ, Η Θιβετανική Βίβλος των Νεκρών, διαβάζεται κάθε μέρα για 49 μέρες. | When someone dies, the Bardo Thodol, the Tibetan book of the dead is read everyday for 49 days. |
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου μπορεί να ακούει. Έτσι, το κείμενο διαβάζεται δυνατά για να τον ενθαρρύνουν και να τον οδηγήσουν. | During that time he is capable of hearing, so the text is read aloud to encourage and guide him. |
Αρχικά, το κείμενο διαβάζεται παρουσία του νεκρού. | At first, the text is read in the presence of the body. |
Παραδοσιακά, αυτό διαβάζεται στους ανθρώπους για να εξοικειωθούν με αυτές τις ιδέες. | which traditionally is read to people so they can become familiar with these ideas." |
Με ενδιαφέρει στ' αλήθεια αν μια χούφτα ποιήματά μου διαβάζονται όταν θά 'χω φύγει; | Do l really care if a handful of my poems are read after l'm gone? |
Αυτές οι κουκίδες διαβάζονται από ακτίνα λέιζερ. | And these dots. These dots are read by a laser. |
Το πιστωτικό vομοσχέδιο θα διαβαστεί αύριο. | This deficiency bill will be read tomorrow. Tomorrow? |
Ένα δικαστήριο θα ακούσει το κατηγορητήριο, θα διαβαστεί η απόφαση, θα βρεθεί ένοχος και θα πληρώσει για τις πράξεις του. | A tribunal of judges will hear the evidence against him. A verdict will be read. He will be found guilty and he will be finally held responsible for his actions. |
Οι αμαρτίες σου θα διαβαστούν χωρίς σταματημό. Με βάρδιες, κατά τη διάρκεια της αιωνιότητας. | Your sins will be read to you ceaselessly, in shifts, throughout eternity. |
Τα ακόλουθα μέτρα θα διαβαστούν και θα ψηφιστούν αντίστοιχα. | The following measures will be read and voted on accordingly. |
Ο Ούντο ελευθερώθηκε μόλις διαβάστηκε η ετυμηγορία. | Udo went free as soon as the verdict was read. |
"Το δικαστήριο έκλαιγε και ο εισαγγελέας μούσκεψε, όταν διαβάστηκε η σκληρή ποινή του. | "The jury was crying, and the prosecutor wept when his harsh sentence was read out. |
Είμασταν σε υπερένταση όχι τόσο όταν διαβάστηκε η ετυμηγορία, αλλά όταν η εισαγγελία διάβασε τις κατηγορίες. | We were most tense not when the verdict was read, but when the D.A. read the charges. |
Πιστεύω ότι θα γίνει κάτι. Το email διαβάστηκε απο αυτό το άτομο. | I think our original hoax... the mass e-mail... was read by the person who murdered that girl. |
Και ο Τζόρτζ μετά που διαβάστηκε η διαθήκη. | George stormed out, of course, but that was after the will was read. |