Θέλω να βρω νέους τρόπους για να γιατρεύω πράγματα. | I-I like to find new waysto cure things. |
Ξέρω πολλά άλλα ξόρκια. Για να βρίσκω πράγματα, να γιατρεύω αρρώστους... | To find things, and to cure illness and words I must absolutely never use... |
Αν ενδιαφλερεσαι τόσο γιατί δεν την γιατρεύεις: | Well, if you care so much, why don't you cure her? |
Εσύ θα γίνεις γιατρός και θα γιατρεύεις τον καρκίνο και όποιες άλλες νέες αρρώστιες θα εμφανιστούν. | You, you're gonna go off and become a doctor and cure cancer or whatever new diseases there are. |
Η ιδέα είναι να μπορείς να πάρεις ένα χάπι και να γιατρεύεις όλες τις ασθένειες. | It's the whole idea of being able to swallow a pill and having a million little robots go to work and cure whatever ails you. |
Και πως γιατρεύεις κάτι τέτοιο; | How do you cure something like that? |
- Ναι, τη γιατρεύει. | Yes, it cures. |
Ένας από τους 4400 που γιατρεύει γενετικές ανωμαλίες; | A 4400 who cures birth defects? |
Αν ήταν εδώ ο γιατρός μου, θάλεγε ότι είσαι το φάρμακο, που τα γιατρεύει όλα. | If my doctor were here, he'd say you're the medicine that cures everything. |
Αυτή η υπέροχη, νευρωτική γυναίκα κάνει ψυχοθεραπεία με τον ίδιο τον Φρόιντ, που τη γιατρεύει κι εκείνη αρχίζει να ζει, προτού τη σκοτώσουν οι Ναζί σ' έναν ασβεστόλακκο. | - This lovely, very neurotic woman... goes into therapy with Freud him self. - Right. - And he sort of cures her, so that she can go on to live for awhile... before being killed by the Nazis... in a... |
Είσαι άρρωστος, σε γιατρεύουμε, φεύγεις έξι μήνες για ν' αναρρώσεις... γυρνάς επιτέλους και τώρα τι, είσαι εδώ μια βδομάδα και ξαναφεύγεις; | I mean, you know, you're sick, we cure you, you go away for six months to recover, you finally come back, and now, what, you're here a week, you're leaving again? |
Και με αυτόν τον τρόπο τον γιατρεύουμε, πάντα με την καθοδήγηση του Χριστού. | So in doing so we have cured him, In a manner consistent with the teachings of Jesus Christ. |
Αφού λοιπόν έχετε την εξουσία να γιατρεύετε, έχετε και την εξουσία να καταριέστε. | So, if you've got the power to cure, you've also got the power to curse. |
Τίποτα που να μη γιατρεύετε... με ένα τόνο πενικιλίνη! | Nothing a ton of penicillin won't cure. |
Δεν μπορώ να γιατρευτώ, γιατί τα φάρμακα δεν γιατρεύουν το κακό. | I can't be cured, because medicine can't cure evil. |
Κάθε φορά που γιατρεύουν κάτι, αυτό επανέχρεται πιό δυνατό. | Every time they cure something, it come back stronger. |
Οι Βρετανοί βασιλείς το πίνουν αιώνες τώ- ρα για να γιατρεύουν τις αρρώστιες τους. | British kings and queens have been drinking this stuff for centuries to cure their ills. |
Οι πρόγονοί μας το χρησιμοποιούσαν για να γιατρεύουν αρρώστιες. | Our elders use it to cure diseases |
To γιάτρεψα κιόλας! | I cured it. |
Αν τους πείσω ότι σε γιάτρεψα, θα αναγκαστούν να σε αφήσουν. | If I can convince them that I've cured you, they'll be forced to release you. |
Να, τον γιάτρεψα. | See, I've cured him. |
Νομίζω πως σε γιάτρεψα. | I think I just cured you. |
"Μου γιάτρεψες όλους τους πόνου." | "It cured all my pain." |
Έμαθα ότι γιάτρεψες ακόμα και την ασθένειά του. | I hear you even cured his illness. |
Δεν τον σκότωσες.Τον γιάτρεψες.Τον ξύπνησες... | You didn't kill him. You didn't kill grandpa. You cured him.you woke him up |
Εσύ με γιάτρεψες, όμως. | You cured me of that. |
'Αδειο το νοσοκομείο, τους γιάτρεψε όλους... Του μίλησα... | The hospital's empty, he's cured everyone. |
- Ήμουν άρρωστος και με γιάτρεψε. | - I was ill. I swear it cured me. |
- Με γιάτρεψε, Αύγουστε. | It cured me, August. |
- Τι κάνεις; Αυτός ο νέος γυμναστής με γιάτρεψε πλήρως. | This new trainer, completely cured me. |
Κάτι συνέβη όταν γιατρέψαμε την αρρώστια. | Something happened when they cured the industrial disease. |
Το σημαντικό είναι ότι τον γιατρέψαμε. | The important thing is he is cured. |
γιατρέψαμε το... ξέρεις, το θέμα με την πρόωρη εκσπερμάτιση. | I guess we've, er... cured your, you know, premature, um...ejaculation thing. Oh, you're a dead man. |
- Τα φάρμακα τον γιάτρεψαν! | The medicine cured him, Jacob. |
Έτσι γιάτρεψαν τον θείο μου που είχε χολέρα! | They cured my uncle this way and he had cholera! |
Οι επισκέπτες την γιάτρεψαν. | The V's cured her. |
Πιθανόν η παλιά βίβλος είχε κάτι που γιάτρευε την τρέλα. | Maybe the old bible banger had something that was curing the crazy. |
Πες με τρελό, αλλά εγώ λέω, γιατρέψτε την ελονοσία πρώτα στο σπίτι! | Well, call me crazy, but I say cure malaria at home first. |
Δε θά 'πρεπε να έχουν γιατρέψει τουλάχιστον μια ασθένεια; Δεν έχει σημασία. | Shouldn't they have cured at least one disease? |
Εσύ πιστεύεις σ' αυτές τις αυταπάτες και είναι καιρός, κάποιος να σε γιατρέψει. | I think you do believe in those delusions and it's time someone cured you of them. |
Νόμιζα πως τόσο μακριά στο μέλλον, θα έχουν γιατρέψει τα πάντα πια. | I thought this far in the future, they'd have cured everything. |
Ο γιατρός θα μπορούσε να σε γιατρέψει. | The doctor could have cured you. |
Συγγνώμη, αλλά δουλεύω γιατρεύοντας ανθρώπους με επιστημονικές μη υποθετικές διαδικασίες. | I'm sorry, but I'm awfully busy curing people using scientific nonhypothetical procedures. |