Δεν σας αφορούν. | It does not concern you. |
Οι γονείς αναφέρουν στο παιδί τις αποφάσεις που το αφορούν ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητά του. | Lastly, the parents consult their child on decisions which concern him or her. |
Δεν έπρεπε να εμπλακείτε σε πράγματα που δεν σας αφορούν. | You shouldn't get involved in things that don't concern you. My quarrel is with Delenn. |
Μου αρέσουν τα δερμάτινα, να περνάω καλά, και σε περίπτωση που δε το παρατήρησες ... πάντα ανακατεύομαι σε πράγματα που δε με αφορούν. | I like leather, having a good time, and in case you haven't noticed ... I always meddle in things that don't concern me. |
Οι συνήθειές μου δεν σε αφορούν, καθηγητά. | My habits are not your concern, professor. |