Θέλεις και εγώ να ασκούμαι, σωστά? | And you want me to exercise too, right? |
Μου είπε να ασκούμαι. | She told me to exercise |
Είμαι ευτυχής, που βλέπω αξιωματικούς μου, να ασκούνται τα απογεύματα. | I'm glad to see that some of my officers take some energetic exercise in the afternoons. |
Έχουν χώρους όπου ζουν, έχουν χώρους όπου ασκούνται, έχουν καφετέρια, έχουν χώρους εργασίας. | They've got the living areas. They have the exercise yard. They have the cafeteria. |
Αλλά ασκούνται για να είναι δυνατά τα πόδια τους. | But they exercise to keep their legs strong. |
"Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μια καθιστική εργασία και δεν ασκούνται αρκετά." | "Most people have a sedentary occupation and do not exercise enough." |
Οι αγελάδες για άρμεγμα, κρατιούνται αλυσοδεμένες στα παχνιά τους ολόκληρη τη μέρα, χωρίς να ασκούνται. | Milking cows are kept chained to their stalls all day long, receiving no exercise. |
Χάρηκα που ασκήθηκα λίγο. | I'm glad I got some exercise. |
Την τελευταία φορά που ασκήθηκες είχες καρδιακό επεισόδιο. | Last time you exercised, you had a cardiac incident. |
Κατάλαβα... Γιατί δεν ασκήθηκες με τους άλλους χθες; | So why didn't you exercise with the others yesterday? |
Δεν ασκήθηκες αρκετά χτες βράδυ; | Didn't get enough exercise last night? |
Νομίζω ότι ασκήθηκες αρκετά για σήμερα, Λίζι. | I think you've had enough exercise for today, Lizzy. |
Πότε ασκήθηκες εσύ τελευταία φορά; | When's the last time you exercised? |
Δεν ασκήθηκε το βέτο του Τριβούνου. | The tribune's veto was not exercised. |
Ωραία, για πες μου πότε ασκήθηκε τελευταία φορά; | Okay, you tell me, when's the last time he's exercised? |
Μάσησε λίγη ρίζα βαλεριάνας και ασκήσου περισσότερο. | Chew some valerian root and get some more exercise. |