"Δεν ανησυχώ. | "I ain't got to worry. |
' Δεν είναι και τέλεια αλλά να μην ανησυχώ;' | 'So, doesn't sound great, but nothing to worry about? ' No, no, no, not really! |
'Αρχισα να ανησυχώ. | I was starting to worry. |
'Ενας λόγος λιγότερος για να ανησυχώ. | One thing less to worry about. |
! Μην ανησυχείς. | - Don't worry. |
" Μην ανησυχείς για την εμφάνισή σου, Κολουμπάτο." | "Quit worrying how you look, Columbato." |
" Ραιμοντ μην ανησυχείς, αυτή ειναι η χρονιά σου | "Raymond, don't worry. This is your year. |
"" Μην ανησυχείς. | "Don't worry. |
"Κάθε πατέρας ανησυχεί περισσότερο για τον αδύναμο γιο του." | 'Every father worries more for his weaker son.' |
"Παραδέξου κάτι που σε ανησυχεί ή κάτι που φοβάσαι". | "Admit something that worries you or something you're afraid of". |
- Αλλά το δέχτηκε τόσο ήρεμα, με ανησυχεί. | - But she took it so calmly, it worries me. |
- Αυτό δεν είναι αυτό που με ανησυχεί; | - That's not what worries me? |
"Αγαπητή μου κόρη, με τον πατέρα σου ανησυχούμε για 'σένα". | "Dearest daughter, your father and I worry so about you. |
"Δεν υπάρχει τίποτα να ανησυχούμε." | "We have nothing to worry about." |
"Εϊ, δεν χρειάζεται πλέον να ανησυχούμε με τις αμφιβολίες, επειδή ... μόλις επιβεβαιώθηκαν οι πληροφορίες για επαφές μεταξύ της Αλ Κάιντα και της Βαγδάτης." | "Hey, no longer must worry his doubts, because ... just confirm that there was contacts between Al Qaeda and Baghdad. " |
" Δεν χρειάζεται να ανησυχείτε ". | "You don't have to worry." |
" Μην ανησυχείτε, είναι απλά μια φήμη..." | "Don't worry, it's just a rumor..." |
"Δε χρειάζεται να ανησυχείτε. | You needn't worry about that. |
"Δεν ανησυχείτε για τίποτα." | "You don't worry about nothing." |
" Ας ανησυχούν για τη χρηματοδότηση πολυτελή μπάνια για αυτές τις κυρίες, | "Let's worry about funding luxury bathrooms for these ladies, |
"Ναι, αυτό είναι σωστό, αυτό είναι ό, τι είναι, δεν χρειάζεται να ανησυχούν;" | "yeah, that's right, that's what it is, nothing to worry about?" |
"Οι γιατροί συνεχίζουν να ανησυχούν από μακριά | "For doctors keep on worrying while away, |
"Οι φίλοι δεν χρειάζεται να ανησυχούν για την πειθαρχία ή το καλό παράδειγμα." | "Friends don't have to worry "about discipline or setting an example. |
"Ξέρεις πόσο ανησύχησα;" | 'Do you know how worried I've been? |
"μα δεν μου τηλεφώνησες χθες και ανησύχησα". | "but when you didn't call me last night I got worried." |
'κουσα θόρυβο κι ανησύχησα. | I heard a noise, I got worried. |
'κουσα φωνές κι ανησύχησα. | I heard screams, I got worried. |
'κου δώ σκύλα... ανησύχησες για τη διατροφή, ε; | Listen, you bitch, if it's the alimony you're worried about... |
'ντονι, μας ανησύχησες. | Anthony, you had us So worried. |
- Αγόρι μου, μας ανησύχησες. | - Boy, you had us worried. |
- Αλήθεια, ανησύχησες για μένα; | - Really, you worried about me? |
"Η μητέρα σου ανησύχησε πολύ. | Your mother was so worried. |
- Απλά ανησύχησε για σένα. | - He's just worried about you is all. |
- Επειδή ανησύχησε. | Well, she was worried. |
- Η Κέιτι ανησύχησε. | ~ Cos Katy was worried. |
'Ολοι ανησυχήσαμε για σένα. | Everybody was worried about you. |
'κου. Αλήθεια ανησυχήσαμε για σένα. | Listen, we were really worried about you. |
- Αλί ανησυχήσαμε! | Ali, we were worried! |
- Απλά ανησυχήσαμε λίγο γιατί προσπαθεί να στοιχειοθετήσει υπόθεση εναντίον μας, Κάρι. | We're just a little worried he's trying to line up a case against us, Cary. |
- Μα δεν ανησυχήσατε; | - But you weren't worried? |
- Σίγουρα θα ανησυχήσατε. | I'm sure you've all been worried. |
-Θα ανησυχήσατε όταν την είδατε. | The condition of Miss. Sable should have left him worried? |
-Και ανησυχήσατε για μένα. | And you were worried about me. |
'Ελα, όλοι ανησύχησαν πολύ. | Come on, everyone's been so worried. |
-΄Ολοι ανησύχησαν για σένα. | - Everyone was real worried about you. |
Mike είπε ότι ανησύχησαν ότι η κόρη Robert Ζέιν ήξερε το μυστικό του, το οποίο πήρε σκεφτόμαστε τον πατέρα μου και κάτι που είναι πάντα έλεγε. | Mike said you were worried that Robert Zane's daughter knew his secret, which got me thinking about my father and something he's always said. |
Έτσι νομίζετε Franklin ανησύχησαν ότι η Scott θα βγει προκειμένου να υπερασπιστεί τον εαυτό του; | So you think Franklin got worried that Scott would come out in order to defend himself? |
Εγώ απλώς ανησυχούσα μήπως είναι πανούκλα. | Was I being clever? I thought I was worrying about the plague. |
Εγώ, πολύ καιρό τώρα... ανησυχούσα για τον Jedrek. | I was worrying about Jedrek for long time. |
Ενώ ανησυχούσα για το τι θα μπορούσε να έχει συμβεί, εμφανίστηκε η Καγκέρο και μου είπε για αυτό το μέρος. | While I was worrying what might have happened, Kagero appeared and told me about this place. |
Κι εγώ ανησυχούσα για τα νεύρα σου, ενώ εσύ σκέφτεσαι προδοσίες του είδους. | Here I was worrying about your nerves and you were dreaming up a double-cross like this. |
Άλεκ, κοίτα, συγγνώμη ανησυχούσες. | Alek, look, I'm sorry you were worrying. |
Ίσως ήταν το "Χάρβεϊ Χάμφρις Χάμπολτ", που με ανησυχούσε. | It might be the "Harvey Humphries Humbolt" bit that was worrying me. |
Κατάλαβα τι σε ανησυχούσε. | I see what was worrying you. |
Μάλλον ο μπαμπάκας ανησυχούσε για το τίποτα. | I guess daddy was worrying about nothing. |
Νόμιζα ότι ανησυχούσαμε για τη Μίρφιλντ. | I thought we were worrying about Muirfield. |
- Μην ανησυχήστε, είμαι συνηθισμένη. | - Don't worry, I'm used to it. |
- Μην ανησυχήστε, χρησιμοποιώ αυτών όλη την ώρα, | - Don't worry, I use these all the time, |
- Να μην ανησυχήστε για τις δύο σας αγάπες. | - Don't worry about your two darlings. |
- Σχέδιο των προβλημάτων, θα είναι λεπτό, Μην ανησυχήστε για ένα πράγμα, | - Scheduling problems, it'll be fine, Don't worry about a thing, |
"Αγαπητοί Walt και lcey, είμαι σίγουρος ότι θα έχετε ανησυχήσει... και θα μας έχετε για χαμένους. | "Dear Walt and Icey, I bet you've been worried... and gave us up for lost. |
"Αν σ' ανησυχήσει κάτι, πάρε με τηλέφωνο." | 'Darling, if you're worried about anything, call me.' |
'Εχω ανησυχήσει από χτες. | Been worried since yesterday. |
- Έχω ανησυχήσει λιγάκι. | Well,I've been worried is how I've been. |
"Αγαπημένε μου Τζον..." ..."τα πιο πολλά βράδια κοιμάμαι ανησυχώντας για σένα". | Dear John most nights I fall asleep worrying about you. |
- Μπάσταρδε! Ήμουν με τη γυναίκα μου, στο σπίτι, ανησυχώντας για τον γιο μου. | You know, I was with my wife, at home, worrying about my son. |
- Ξέρεις, λες και ξενύχτησε... ανησυχώντας για κάτι... σαν σκύλος κλεισμένος σε κλουβί. | - You know, like he's been up all night worrying about something like a dog trapped in a cage. |
Έχεις ξοδέψει τόσο χρόνο ανησυχώντας για το πάρκο. | I mean you spend so much time worrying about this park. |