Έχω την τάση να αναπτύσσομαι μέσα στους ανθρώπους. | I tend to grow on people. |
Όταν τελειώσει, το αίμα πάει πίσω στο έντερο και αναπτύσσεσαι. | And when your fighting is finished your blood returns back to the viscera and you grow again. |
Αυτός ο όγκος προκαλεί αύξηση των ορμονών 16 φορές μεγαλύτερη από το φυσιολογικό. Που σημαίνει θα συνεχίσεις να αναπτύσσεσαι. | Um, Jade, this tumor is causing your growth hormones to be 16 times higher than normal, uh, w-which means that you'll only continue to grow. |
Δεν είναι ότι αναπτύσσεσαι κι άλλο. | It's not like you're still growing. |
Είναι σημαντικό να αναπτύσσεσαι και σαν άνθρωπος και σαν καλλιτέχνης. | It's important you keep on growing both as a person and as an artist. l got you this. |
Και με τον ρυθμό που αναπτύσσεσαι... μάλλον δεν θα έχω ποτέ την ευκαιρία να βρω τρόπο. | And at the rate that you're growing, I'll probably never get the chance to figure it out. |
" Μέσω των εμπειριών του στη Γη, το πνεύμα ωριμάζει κι αναπτύσσεται. | "Through their experiences on Earth, each spirit matures and grows. |
"Η σιωπή σαν καρκίνος αναπτύσσεται" | "Silence like a cancer grows" |
"Το μόνο πράγμα που αναπτύσσεται στο ανθρώπινο σώμα μετά από κάποια ηλικία είναι ο καρκίνος". | "The only thing that grows in the human body after a certain age is cancer." |
"Χωρίς νερό αναπτύσσεται, κι ούτε ακτίνα υπόσχεσης ξεγελά την θλιβερή σκοτεινιά." Κρίμα. | "It grows without water, nor ray of promise cheats the pensive gloom." |
- αναπτύσσεται εδώ πέρα. | - that grows in these parts. |
Όχι κύριε, συνεχώς αναπτυσσόμαστε. | No, sir, the die is cast. We are growing. |
Δεν αναπτυσσόμαστε. | We don't do personal growth. |
Το καλό είναι ότι αναπτυσσόμαστε γρήγορα και υπάρχουν πολλές δυνατότητες για προαγωγή. | Good news is we're growing fast, and there's plenty of head room around here. |
Χρειαζόμαστε κι άλλο ρευστό για να εξα- πλωθούμε με τον ρυθμό που αναπτυσσόμαστε. | We'll need a further cash injection to expand at the rate we are growing. |
Είναι ένα μεγάλο σόου για όλους μας, για κάθε έναν από σάς, για όλους εμάς που σας παρακολουθήσαμε να αναπτύσσεστε φέτος. | This is a big show for all of us, for every one of you, for all of us that have watched you guys grow this year. |
Εν συντομία, ή αναπτύσσεστε ή σας εξαγοράζουν. | In a nutshell, either you grow or you get taken over. |
"Υπάρχει ένα ιερό μέρος , Βαθιά μέσα στο βάλτο όπου τα αιωνόβια δέντρα αναπτύσσονται το ένα δίπλα στο άλλο και η ανατολή δεν φαίνεται ποτέ. | There is a sacred place in the deep swamp... where the mangrove trees grow close together... and the rays of the sun are never seen. |
#Γιατί αναπτύσσονται άνθρωποι με ζαρωμένα πρόσωπα# | # Why are grown-up people's faces wrinkled # |
'Ετσι, δεν θα αναπτύσσονται παράσιτα στο στομάχι σας. | And parasites won't grow in your tummy |
'λλωστε, σε αυτό το στάδιο του παιχνιδιού, το να ασχολείσαι με δημοσκοπήσεις, είναι σα να σκάβεις στον κήπο σου, για να διαπιστώσεις πως αναπτύσσονται τα φυτά σου. | Besides, at this stage in the game, checking polls is like digging up your garden - to see how everything's growing. - ( Laughter ) |
'ρα οι ορχιδέες συλλέκτες ψυχών αναπτύσσονται πάνω σε πτώματα. | So soulreaper orchids grow on corpses. |
Νομίζω πως αναπτύχθηκες πολύ καλά. | I think you grew into your body really nicely. |
- Δεν αναπτύχθηκε τίποτα; | Nothing grew? |
Όμως οι Νεροκουκλίτσες δεν ήταν το μονα- δικό δίδυμο συγχρονισμένης κολύμβησης, ήταν και οι Γλυκιές Γοργόνες, και έτσι αναπτύχθηκε μια σχέση αντιπαλότητας. | But the Aqua Dolls weren't the only synchronized sister duo, the Darling Mermaid Darlings were too, and thus, grew a bitter rivalry. |
Όταν τελείωσε ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος... και η Ιαπωνία παραδόθηκε στις συμμαχικές δυνάμεις, αναπτύχθηκε στη Βραζιλία η μεγαλύτερη ιαπωνική αποικία στον κόσμο. | When World War ll ended and Japan surrendered to Allied forces, one that grew in Brazil would become the world's largest Japanese. |
Απο ενα τετοιο ταπεινό ξεκίνημα αναπτύχθηκε ο εκλπηκτικός συγχρονος κόσμος που ζουμε σήμερα. | From such humble beginnings grew the astonishing modern world in which we now live. |
Είναι μια παλιά αίρεση, που αναπτύχθηκε τον 20ο αιώνα. | They're an old cult that grew in the 20th century. |
Κατηγορείτε την Ένωση για παράνομες πρακτικές αλλά δεν εξηγείτε πώς αναπτυχθήκατε τόσο δυναμικά σε 20 χρόνια; | You accuse the Association of illegal practices, but you cannot explain how you grew so powerful in a matter of twenty years? |
Ίσως αναπτύχθηκαν διαφορετικά. | Maybe they grew apart. |
Ίσως από μετεωρικές συγκρούσεις κομμάτια του 'ρη να έφτασαν στην Γη με κύτταρα ζωής που αναπτύχθηκαν εδώ. | And yet Mars seeded our planet. Perhaps through meteoritic collisions, pieces of Mars arrived on Earth. We're cells of life and that actually grew here. |
Όλα αυτά αναπτύχθηκαν όσο εκείνοι ήταν στην Ελλάδα. | This grew up around them while they were in Greece. |
Όταν το μέρος υπερκεράστηκε, τα φυτά αναπτύχθηκαν εκτός ελέγχου. | Well when this place was overrun, the plants grew out of control. |
Ναι κι αυτά τα μωρά μύδια αναπτύχθηκαν στη θέση τους. | Yeah, and these baby barnacles grew in their place. |
Και η επιχείρηση αναπτυσσόταν, είχε ανέβει κατά 60% από πέρσι. | And business was growing-- it was up 60% from last year to this. |
Το snowboarding αναπτυσσόταν πολύ γρήγορα. Και τα χιονοδρομικά συνειδητοποίησαν πως θα χάσουν πολλά αν.. δεν αρχίσουν να επιτρέπουν το snowboard και να προσφέρουν υπηρεσίες στις πίστες τους. | [ Tina Basich ] Snowboarding was growing so fast, and ski resorts started to realize that they're gonna miss out... if they don't allow snowboarding and they don't start catering to snowboarders. |
Όταν έρθει εκείνη η μέρα θα αισθανθείτε μιά βεβαιότητα, και όταν η βεβαιότητα γίνει ακλόνητη θα αναπτυχθείτε. | When that day comes you'll feel a certainty, and you'll grow when the certainty is unshakable. |
Δεύτερον, με την μπάζα που θα κάνετε αν αναπτυχθείτε και σας αγοράσει μια μεγάλη εταιρεία ΜΜΕ. | The other is the real money that comes when you grow your business large enough... that one of the big media companies buys you out. |
Είμαι σίγουρος ότι μπορώ να βρω κεφάλαια να σας βοηθήσω ν΄αναπτυχθείτε. | I'm sure I can find the resources to help you grow. |
Η εμπειρία θα σας βοηθήσει να αναπτυχθείτε. | Experience will help you grow. |
Μια ευκαιρία για τον πολιτισμό σας, το λαό σας, να επιβιώσετε και να αναπτυχθείτε. | A chance for your culture, your people, to survive and grow. |
- Έχει αναπτυχθεί σε ένα μεγάλο αγόρι; | - Has he grown a big boy? |
- Έχω αναπτυχθεί πολύ γρήγορα, Larry; | - Have I grown up too early, Larry? |
..το θήραμα του έχει αναπτυχθεί σε ένα επίπεδο που υποστηρίζει το κυνήγι. | Excuse me its prey have grown to a level that supports hunting. |
Έχει αναπτυχθεί με τον ίδιο τρόπο, όπως κάθε έμβιος οργανισμός. | It's grown the same way any living organism grows. |
Έχεις ήδη αναπτυχθεί. | You are fully grown. |