Μπορούμε να μην μιλάμε για την Σούζαν μέχρι να αρχίσεις να ανακτάς δυνάμεις; | Can we not talk about Susan till you start to regain your strength? Why? |
Εάν δουλέψη, ανακτούμε τον έλεγχο. | If it works, we regain control. |
Δείτε πώς ανακτούν την ισορροπία τους! | Watch them regain their balance. |
Οι Σουηδοί ανακτούν τον έλεγχο. | -Take the right side. The Swedes regain control. |
Οι ασθενείς που έχουν τέτοιου είδους εγκεφαλικού τραύματος απλά δεν ανακτούν τις αισθήσεις τους. | Patients who suffer this kind of head trauma simply don't regain consciousness. |
'Οταν ανέκτησα τις αισθήσεις μου όλα ήταν κατάμαυρα γύρω μου. | (translator) When I regained consciousness everything was pitch dark all around me. |
Ίσως ανέκτησα τις αισθήσεις μου πριν ο επιτιθέμενος στον Ντάνιελ Τζάκσον καταφέρει να κάνει το ίδιο και σε εμάς. | Perhaps I regained consciousness before his assailant could do the same to us. |
Όταν ανέκτησα τις αισθήσεις μου, ήμουν μπροστά από μία τεράστια πόρτα. | When I regained consciousness, I was in front of an enormous door. |
Όταν ανέκτησα τις αισθήσεις μου, το σπίτι ήταν ρημαδιό και είχαν εξαφανιστεί. | When I regainedconsciousness, the house was ransackedand they were gone. |
- Είναι τρελό που δεν αναγνώρισες, τον K-31 μέχρι που ανέκτησες της αισθήσεις σου. | Well done, everyone! You know what? We didn't know he was K-31 until... we regained consciousness. |
-Και όταν ανέκτησες τη συνείδησή σου .. | -And when you regained consciousness.. |
Όταν ανέκτησες τις δυνάμεις σου, απελευθερώθηκες. | When you regained your strength, you freed yourself. |
Μόλις ανέκτησες τις αισθήσεις σου, ήδη επέστρεφες στην πατρίδα. | When you regained consciousness, you were already on your way home. |
"που ανέκτησε σύντομα τις αισθήσεις του." | That he regained consciousness soon. |
- Αξιωματικός Κράσερ, εδώ. ο Αξ. Ντάτα ανέκτησε τις αισθήσεις τους. | Cmdr Data has regained consciousness. |
- Ο Τόνι Αλμέιντα ανέκτησε τις αισθήσεις του. | - Tony Almeida has regained consciousness. |
- Ο γιος ανέκτησε τις αισθήσεις του. - Υπέροχα. | The son regained consciousness at the hospital. |
"Τελικά ανακτήσαμε τις αισθήσεις μας,δραπετεύσαμε και σπεύσαμε στο Λονδίνο." | "Finally, we regained our senses, escaped and hastened to London." |
Επαναλαμβάνω... ανακτήσαμε τον έλεγχο του αεροπλάνου. | Repeat-- we've regained control of the flight. |
Κυβερνήτη, δεν ανακτήσαμε τον έλεγχο των συστημάτων προώθησης. | Captain, we have not regained control of the propulsion systems. |
Μπέντερ, μόλις ανακτήσαμε την επικοινωνία | Bender, we've just regained contact. |
Αλλά με την βοήθεια του Δρ. Τζάκσον, ανακτήσατε τον έλεγχο | But, with Dr. Jackson's help, you eventually regained control, |
Κύριε Πρόεδρε, μόλις ανακτήσατε τις αισθήσεις σας. | Mr. President, you've just regained consciousness. |
Άλλα δυο θύματα ανέκτησαν τις αισθήσεις τους. | Two more victims regained consciousness-- Crewmen Yosa and Jor. |
Αυτοί οι δύο στρατιώτες ανέκτησαν τις αισθήσεις τους πριν από μία ώρα, άρα μπορείτε να πάτε και να τους ανακρίνετε. | Those two soldiers, they regained consciousness an hour ago, so you go out there and you question them. |
Εκείνη την στιγμή, οι κάτοικοι του Στόριμπρουκ ανέκτησαν τις αναμνήσεις τους ... | In that moment, the residents of Storybrooke regained their memories... |
Η Δρ Κράσερ και ο Ύπ. Ράικερ ανέκτησαν τις αισθήσεις τους καθ' οδόν προς τον πλανήτη των Ουλιανών. | Dr Crusher and Cmdr Riker regained consciousness en route to the Ullian Homeworld. |
Ο Ρέι ανάκτησε τις αισθήσεις του. | Rey has regained consciousness. |
Πρέπει να ανάκτησε τις αισθήσεις του και έδωσε μεγάλη μάχη. | He must have regained consciousness and put up a hell of a fight. |
Σχεδόν έχασε τη μπάλα αλλά ανάκτησε τον έλεγχο, και σκόραρε! | Almost drops the puck, but she regains control, and SAVE! |
Ξεκουραστείτε, ανακτήστε τις δυνάμεις σας για ένα μεγάλο ταξίδι. | Have a rest, and regain strengths for a long trip. |
Έχει ανακτήσει τις αισθήσεις της. | and she's regained consciousness. |
Έχουν ανακτήσει μερικές περιοχές που είχαν αρχικά στην κατοχή τους. Οι συμμαχικές δυνάμεις στέλνουν ενισχύσεις. | At one or two points they have regained some of the ground taken from them in the last day or two, but the powerful Allied Forces receiving a steady stream of reinforcements and supplies, are advancing steadily to gain the foothills arcing around the coastal plain that we made our landing. |
Έχω ανακτήσει τον έλεγχο του ασανσέρ γεώτρησης. | I've regained control of the drilling elevator. |
Όταν θα έχεις ανακτήσει τη δύναμή σου, θα μπορείς να πας μια βόλτα σε οποιοδήποτε μέρος της ιδιοκτησίας μου. | When you have regained your strength, you can go for a walk anywhere on the estate. |