Δεν αλληλογραφείς μαζί της; | You don't correspond with her? |
Δεν θα έχεις κανένα δικαίωμα να αλληλογραφείς με το παιδί, και θα εξαρτάται από την Αρλίν και τον Τζόζεφ αν θα πουν στο παιδί οτιδήποτε για σένα. | You'll have no right to correspond with the child, it will be entirely up to Arlene and Joseph to decide whether to tell the child anything about you. |
Υπάρχει τόση αλληλογραφία, τη φυλάω σ' ένα μέρος. Συγγνώμη, δεν καταλαβαίνω γιατί αλληλογραφείς με τους ΠΑΗ για τα ιατρικά προβλήματά σου. | I'm sorry, I just don't see why you're corresponding with PGE about your medical problems in the first place. |
Έγραψα μια εργασία που δημοσιεύτηκε... και αρχίσαμε να αλληλογραφούμε. | I wrote a paper that was published. And we started a correspondence. |
Ακόμα αλληλογραφούμε. | - Yes, we still correspond. |
Κι έτσι αλληλογραφούμε απο τότε. | We've been corresponding ever since. |
Ταγματάρχα ο Spotti κι εγώ αλληλογραφούμε εδώ και αρκετούς μήνες. | Marshal Spotti and I have been in correspondence for several months. |
- 'Οτι αλληλογραφείτε κρυφά. | That the two of you have been in correspondence. |
Νόμιζα ότι ήθελε να αλληλογραφείτε για πνευματικά θέματα. | But I thought she wanted to correspond with you on intellectual subjects. |
Πώς φαίνεται το Μπέλινγκεν στον κύριο που αλληλογραφείτε; | How does your correspondent enjoy Bellingen town? |
Και πολλοί αλληλογραφούν μαζί του. | And many are in correspondence with him. |
Λοιπόν, ξέρεις... τους έπιασαν να συνα- ντιούνται στο πάρκο... και να αλληλογραφούν. | Well, you know. They've been caught meeting in the park. And corresponding. |
Οι γυναίκες σήμερα καπνίζουν, γράφουν αλληλογραφούν με τον Καρτέσιο, φορούν γυαλιά προσβάλλουν τον Πάπα και θηλάζουν μωρά. | Women in the 17th century are allowed to smoke, write, correspond with Descartes, wear spectacles, insult the pope, and breast-feed babies. |
Την έπεισε να στήσει μια επίθεση για να τον βοηθήσει να βγει από την φυλακή, χρησιμοποιώντας την Wila για να αλληλογραφούν. | He convinced her to stage an attack in order to help him get out of prison, using wila to correspond. |
Λοιπόν, ξέρετε αυτό το κορίτσι που αλληλογραφούσα; | Well, you know that girl I was corresponding with? |