"Κουμπλάι, γιατί αλέθεις κρέας σαν κοριτσάκι, ενώ θα έπρεπε να είσαι έξω και να κυνηγάς ελάφια"; | "Kublai, why are you grinding borts like a girl, when you should be out hunting deer?" |
Αρχίσε να αλέθεις τα φύλλα. | Start grinding up the buds. |
Βάζεις εδώ μέσα τις φράουλες και τις αλέθεις με αυτό, βλέπεις; Και η μαρμελάδα μαζεύεται εκεί από κάτω. | You put the strawberries in here... and then you grind them up with this, you see, and the jam collects down yonder. |
Για να καλέσεις την αληθινή σου αγάπη αλέθεις σπόρους από κολίανδρο ψέλνοντας με αναμμένα κεριά και μετά βάζεις λάδι αγάπης. | If you want to sell in your true love you grind coriander seeds while you chant to light candles anointed with love oil. |
Εδώ είναι η μηχανή του κιμά... βάζεις μέσα το κρέας, το αλέθεις καλά | And here's the grinder... You pop in the meat, give it a good grind |
Αδελφότητα... όταν τελειώνει ο πόλεμος, ενώ αυτός αλέθει, φτιάχνει τηγανίτες... και τρέχει στον καμπινέ. | Brotherhood... at war"s end while he grinds, fries pancakes... and runs to the latrine. |
Είναι σε ποια σχολεία, και πόση ζάχαρη, το οποίο είναι ένα ναρκωτικό τώρα, και αλέθει το δικό τους αλεύρι. | It's which schools, and how much sugar, which apparently is a drug now, and who grinds their own millet flour. |
Ο μύλος τώρα αλέθει και πάλι. | The mill, now it grinds again. |
Τον αλέθει στα κρυφά και ένας Θεός ξέρει μόνο τι κάνει. | He grinds it behind closed doors and heaven only knows. |
Τους αλέθει, προσφέροντας βαθύτερη, πλουσιότερη και πιο ικανοποιητική γεύση! | It actually grinds them, for a deeper, richer, more satisfying flavor profile! |
Αναγκαζόμαστε να αλέθουμε το αλεύρι με το χέρι. | We had to grind the flour by hand. |
Σας αλέθουμε σα λουκάνικα. | We grind you out like link sausages. |
και αλέθουμε. | and grind it. |
- Εδώ τους αλέθετε; | - You grind them in this? |
'Οτι περισσεύει: οπλές, στομάχια, αυτιά τα βάζουν όλα μαζί στη μηχανή και τα αλέθουν. | The leftovers: the hooves, stomach lining, ears and stuff. They put it into a machine and grind it up. |
Όταν το κύτταρο παγώνει, μετατρέπεται σε παγοκρύσταλλους, που αλέθουν ολόκληρο το κύτταρο. | When a cell freezes, its moisture forms into ice crystals which literally grind up the cell from the inside out. |
Αλήθεια αλέθουν το κρέας. | They're really grinding the meat. |
Από τότε που άρχισαν να τον αλέθουν από άλγες, έχασα την όρεξή μου. | Ever since they started grinding it out of algae i've lost the taste. |
Αφού πεθαίνει ο εφοριακός μας, γιατί δε μας δίνετε άδεια... να πάμε στο μύλο, να δούμε πώς αλέθουν το στάρι; | As our manciple is dying, or looks as if he's about to, why not let us go and watch the miller grind our corn? |
Η εκδίκηση", ...πραγματικά σκότωσα και άλεσα ένα παιδί ιθαγενή και το έκανα πατέ, ...και το σέρβιρα στον μπουφέ. | The Revenge, I actually killed and ground up a native boy into pate and served it at craft services. |
- Του άλεσες τα οστά κι έκανες ψωμί. - Αλήθεια είναι. | - You ground his bones to make your bread. |
Δηλαδή κάποιος άλεσε τα χάπια, τα διέλυσε και τα έριξε στο ποτό. | So, somebody ground up the pills, dissolved them, spiked the drink... |
- Τον άλεσαν. | - Just ground this morning. |
Σήμερα το πρωί τον άλεσαν." | - It was ground this morning." - "This morning." |
Είναι η ασθένεια των τρελών αγελάδων. Ξεκίνησε επειδή άλεθαν νεκρές αγελάδες για να ταΐσουν με αυτές τις άλλες αγελάδες. | It started because they were grinding up dead cows to feed them to the other cows. |
"εδώ είναι η ψυχή και η καρδιά μου, παρακαλώ αλέστε τα σε ένα χάμπουργκερ, και διασκεδάστε". | Please grind them into hamburger and enjoy." |
"Θα σηκώσει το βάρος του Κόσμου... δεσμεύοντας τα άκρα του, αλέθοντας τα κόκαλά του μέχρι τέλους... μέχρι να σώσει τη Δημιουργία ή να την καταστρέψει". | "He will have the weight of worlds upon him... "binding his limbs, grinding his bones to meal... "until he saves creation... or destroys it." |
Κάνουμε βάρδιες ξεδιαλέγοντας, μουλιάζοντας, αλέθοντας. | Bunch of us took shifts sorting, soaking, grinding. |
Οι μπογιές έγιναν χειροποίητα αλέθοντας μεταλλικά στοιχεία και ανακατεύοντας τα με λάδι λιναρόσπορου, ακριβώς σαν του Μονέτ. | The paints were hand-made by grinding naturally occurring minerals, mixing them with linseed oil. It's the way Monet would've done it. |
Αν είχα πάει σπίτι, θα το είχα ήδη αλέσει και σνιφάρει πριν περάσω την εξώπορτα. | If I'd gone home, I would have ground it and snorted it before I got through the front door. (EXHALES) |